Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2014

Η δικτατορία 1967-74

Αντώνης Λιάκος
Η δικτατορία 1967-74: τι θέλουμε να μάθουμε;
Δημοσιεύτηκε στο: Δικτατορία 1967-1974,
Η έντυπη αντίσταση, Κατάλογος Έκθεσης Ντοκουμέντων
Θεσσαλονίκη, ΕΣΗΕΜΘ, 2010, σ. 88-92
Διάβασα πρόσφατα ένα μέρος από τα απομνημονεύματα ενός ιστορικού της ηλικίας μου, του πολύ γνωστού Tony Judt. Περιγράφει, με κάπως σκωπτικό ύφος την εμπειρία του τι σήμαινε να είσαι νέος  γύρω στα  είκοσι στην Αγγλία, τη Γαλλία και τη Γερμανία, τον καιρό που εδώ έγινε η δικτατορία.
«μεγάλωσα σε μια εποχή ευημερίας, ασφάλειας και άνεσης, και κατά συνέπεια, καθώς έγινα είκοσι το 1968, επαναστάτησα κι εγώ. Όπως τόσοι και τόσοι baby boomers, συμμορφώθηκα με τη μη συμμόρφωση. Χωρίς συζήτηση, τα 1960 ήταν μια καλή εποχή για να είσαι νέος. Κάθε τι φαινόταν να αλλάζει με μια άνευ προηγουμένου ταχύτητα και ο κόσμος φαινόταν να κυριαρχείται από νέους, κάτι που επιβεβαιώνουν και οι στατιστικές»[1].
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη New York Review of Books, και στο blog υπήρχαν πολλά σχόλια από όλο τον κόσμο. Κάποιος έγραψε ότι o συγγραφέας έβλεπε  μόνο τη δυτικοευρωπαϊκή εμπειρία. Δεν ήταν όμως εύκολο να είσαι εικοσάρης  εκείνη ακριβώς την εποχή στην Ανατολική Ευρώπη,  όπου οι διαφορετικές απόψεις πληρώνονταν με πολυήμερες ανακρίσεις στα υπόγεια των μυστικών υπηρεσιών. Κάποιος άλλος έγραψε ότι ήταν διαφορετική η εμπειρία των μαύρων νέων στην Αμερική που μάχονταν τις φυλετικές διακρίσεις και διαδήλωναν για πολιτικά δικαιώματα. Θα μπορούσαν να προστεθούν πολλές φωνές νέων εκείνης της εποχής, από την Κίνα της πολιτιστικής επανάστασης, ή την Λατινική Αμερική των αντάρτικων κινημάτων (ο Τσε σκοτώθηκε το 1967), ή από άλλες περιοχές του πλανήτη, που θα έλεγαν διαφορετικές ιστορίες με διαφορετικό ύφος. Άλλοτε επικό ή  τραγικό, άλλοτε  ειρωνικό ή αυτοσαρκαστικό, κλπ. Ανάλογες, αλλά διαφορετικές ιστορίες θα μπορούσαν να ειπωθούν –και έχουν ειπωθεί- από εικοσάρηδες εκείνης της εποχής και για την Ελλάδα. Αλλά με τι ύφος; Το   βιβλίο, η Μια ιστορία της νύχτας (1967-74)  του Τάσου Δαρβέρη, χρησιμοποιεί ένα ύφος ειρωνικό.[2]  
H αυτοειρωνία δείχνει αμηχανία. Δεν μπορεί να διηγηθεί κανείς   μια επική ιστορία για εκείνη την εποχή. Υπήρχαν πολλές μικρές τραγωδίες, αλλά δεν μπορεί κανείς να διηγηθεί μια μεγάλη τραγωδία. Ακόμη και το κυπριακό με το οποίο έπεσε η χούντα, το λέμε κυπριακή τραγωδία, όταν όμως το ξετυλίγουμε  διηγούμαστε   κωμικοτραγικά επεισόδια, όπως στο μυθιστόρημα Κόκκινο στην Πράσινη Γραμμή, του  Βασίλη Γκουρογιάννη (Αθήνα 2009). Τι δείχνει όμως η αμηχανία με την οποία αντιμετωπίζουμε εκείνη την εποχή; Μια πιθανή εξήγηση είναι η δυσκολία να   κατατάξουμε το γεγονός της δικτατορίας  στο ρυθμό της νεοελληνικής ιστορίας. Η δικτατορία φαίνεται σαν ένα γεγονός παρωχημένο ακόμη και για την εποχή του. Γι αυτό απόκτησε και ένα ύφος γκροτέσκ, που δεν το είχαν λ.χ. οι δικτατορίες του μεσοπολέμου.  Ας εξετάσουμε λοιπόν το ερώτημα:  Ήταν μια τομή η δικτατορία, ή  μια ρήξη της συνέχειας;
Τον τελευταίο καιρό, γίνεται μια μεγάλη ιστορική συζήτηση στις χώρες της Νότιας Ευρώπης που βίωσαν δικτατορίες. Οι περίοδοι δικτατορίας, αποτελούσαν μια τομή, μια εξαίρεση στην ιστορία τους, ή εκείνο που ήταν εντονότερο ήταν οι συνέχειες; Συνέχειες με τα προηγούμενα  ή με τα επόμενα χρόνια;  Αν η εποχή των μεταπολιτεύσεων τόνιζε τα στοιχεία της  ρήξης με τη δικτατορία,  η απομάκρυνση από την εποχή και τις πραγματικότητες της δικτατορίας βλέπει περισσότερες συνέχειες. Ας δούμε την   περίπτωση της ελληνικής δικτατορίας. Συνέχεια ή ρήξη;   
            Κατά κάποιον τρόπο η συζήτηση αυτή υπήρχε και επί δικτατορίας. Ο αστικός πολιτικός κόσμος, αλλά και μέρος της Αριστεράς για λόγους τακτικής, τόνιζε το χαρακτήρα της εκτροπής που συνιστούσε η 21 Απριλίου 1967, επομένως την ασυνέχεια. Ήταν αναμφίβολα μια διακοπή της κοινοβουλευτικής πορείας της χώρας. Υπήρχε όμως και ο αντίλογος. Ριζοσπαστικότερες   τάσεις, αρχίζοντας από το βιβλίο του Ανδρέα Παπανδρέου, Η Δημοκρατία στο απόσπασμα (1969) τόνιζαν τα στοιχεία της  συνέχειας με το προηγούμενο καθεστώς. Η δικτατορία τοποθετούνταν στις γενεαλογίες του κράτους της δεξιάς, από το Μεταξά  στους νικητές  του εμφυλίου πολέμου. Οι συνέχειες αφορούσαν ευρύτερες δομές, πολιτικές και οικονομικές, καθώς επίσης νοοτροπίες και τρόπους διακυβέρνησης.
Την άποψη της συνέχειας την υποστηρίζει και η οικονομική ιστορία. Η περίοδος σταθερής οικονομίας και ισολογισμένων προϋπολογισμών αρχίζει από το 1953, με τα μέτρα σταθεροποίησης του Μαρκεζίνη και τη σταθερή πρόσδεση της δραχμής στο δολάριο και συνεχίζεται έως το 1972, οπότε η πετρελαϊκή κρίση και ο πληθωρισμός, αποσυνδέουν τα δύο νομίσματα. Την οικονομική ακμή της δικτατορίας τη διαδέχεται μια περίοδος στασιμότητας που διαπερνά τη μεταπολίτευση. Από τότε η βιομηχανική παραγωγή υποχωρεί συνεχώς, χωρίς να ανακάμψει, ενώ αρχίζει ένας νέος τύπος ανάπτυξης, συνδεδεμένος με τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό  και τη νέα οικονομία της παγκοσμιοποίησης από το 1996. Όπως όλες οι συντηρητικές κυβερνήσεις που συγκρατούν τους μισθούς και δεν ανοίγονται σε κοινωνικές δαπάνες η δικτατορία είχε μια δημοσιονομική πολιτική η οποία ήταν ελκυστική σε ξένες επενδύσεις και δεν διέφερε ουσιωδώς από την προηγούμενη εικοσαετία. [3]
Η δικτατορία έγινε σε μια μεταιχμιακή για την Ελλάδα δεκαετία. Τη δεκαετία του 60. Ήταν  μεταιχμιακή, γιατί ακριβώς στη δεκαετία αυτή γίνεται το πέρασμα, και η  χώρα από αγροτική, γίνεται αστική. Έως τότε, επί αιώνες, η πλειοψηφία του πληθυσμού ζούσε στα χωριά. Από εδώ και πέρα ζει στις πόλεις. Οι πόλεις είναι καινούργιες, με νεοφερμένο πληθυσμό και με πλειοψηφία νέων ηλικιών.  Πρόκειται επομένως για καινούριες, πρώτο-ιδωμένες  εμπειρίες της ζωής στην πόλη, αλλά και για μια άλλη πόλη. Είναι μια δεκαετία στην οποία ανοίγει και εντείνεται  η μετανάστευση στη Γερμανία, το πηγαινέλα στην Ευρώπη κοινωνικών στρωμάτων που συνήθως δεν ταξίδευαν. Είναι επίσης η δεκαετία που μπαίνουν οι ηλεκτρικές συσκευές στα σπίτια (ραδιόφωνο, ηλεκτρικό ψυγείο, κουζίνα, και σκούπα, τηλεόραση).  Τι σημαίνουν αυτές όλες αυτές οι μεταβολές; Πρώτο, τελειώνει ο παραδοσιακός τρόπος ζωής. Οι πόλεις σημαίνουν έναν άλλο τρόπο. Μαζί  ανατρέπονται οι παλιές ιεραρχίες των ηλικιών και η πρωτοκαθεδρία των ηλικιωμένων έναντι των νέων. Οι γονείς μαθαίνουν από τα παιδιά τους τη νέα τεχνολογία. Η κοινωνία που ήταν βασισμένη στην υποταγή γίνεται κοινωνία αμφισβήτησης. Δημιουργούνται νέες στάσεις και νέες διαθέσεις. [4]
Η εργατική μετανάστευση   δημιουργεί μια νέα πρωταρχική συσσώρευση στο χωριό και την πόλη, με πόρους που ξεφεύγουν από τον έλεγχο του ελληνικού κράτους, αλλά και πληροφόρηση. Πληροφόρηση που διαχέεται στον πληθυσμό και περιλαμβάνει μια ισχυρή συγκριτική πλευρά. Συγκρίνονται οι σχέσεις του πολίτη με το  κράτος, το κράτος πρόνοιας, η εκπαίδευση, το εργασιακό περιβάλλον και η ευημερία, όχι των ανώτερων στρωμάτων όπως γινόταν έως τότε, αλλά των λαϊκών στρωμάτων.
Οι ηλεκτρικές συσκευές αλλάζουν τη ζωή στο σπίτι και απελευθερώνουν   γυναικείο χρόνο, με αποτέλεσμα μεγαλύτερη ανεξαρτησία. Στο καινούργιο σπιτικό με τις ηλεκτρικές συσκευές, η νύφη παίρνει την πρωτοκαθεδρία από την πεθερά. Πνέει ένα πνεύμα αλλαγής, εκσυγχρονισμού, θεμελιώνονταν προσδοκίες βελτίωσης. Δημιουργούνται νέες μορφές ζωής, νέα αιτήματα που έχουν σχέση με την νέα διευθέτηση ανθρώπων –οικονομικών μεγεθών και πραγμάτων που επιβάλλει η αστικοποίηση και η ανάπτυξη της δεκαετίας του 60.  Απέναντι σ’ αυτές τις μεταβολές η δικτατορία φαίνεται σαν μια ανορθογραφία, σαν ένα κατάλοιπο προηγούμενων εποχών.   
Η δικτατορία, αν τεθεί στα διεθνή συγκριτικά πλαίσια είναι αναμφίβολα ένα επεισόδιο του ψυχρού πολέμου. Από την άποψη αυτή, ως προς τους μηχανισμούς ελέγχου του στρατού και του κρατικού μηχανισμού, ως προς ο πνεύμα  επιτήρησης και χειραγώγησης της κοινής γνώμης, ως προς τα όρια ανοχής της διαφωνίας,   η δικτατορία ήταν συνέχεια της προηγούμενης καραμανλικής περιόδου.[5]
Ως επεισόδιο του ψυχρού πολέμου, η δικτατορία,  αφορά το πρόβλημα των σχέσεων της Αμερικής με τη δικτατορία.  Έχει χυθεί αρκετό μελάνι έως τώρα, αν οι Αμερικανοί  γνώριζαν, ποιοί απ’ όλους γνώριζαν, αν έδωσαν πράσινο φως ή απλώς σήκωσαν τους ώμους  κ.ο.κ.[6]  Απ’ όλη αυτή τη συζήτηση  στην οποία η παρουσία του Ανδρέα Παπανδρέου (ΑΣΠΙΔΑ) αναδεικνύεται ως η πέτρα του σκανδάλου, προκύπτει  ένα ζήτημα. Τα όρια αντοχής του μετεμφυλιακού καθεστώτος.
Μιλήσαμε για τις αλλαγές στην ελληνική κοινωνία στη δεκαετία του 60. Κάποτε θα ερχόταν η ώρα της κρίσης, η ώρα της σύγκρουσης ανάμεσα στις αλλαγές αυτές και στο πολιτικό καθεστώς της μετεμφυλιακής εποχής.  Η υπόθεσή μου είναι ότι η κρίση αυτή εμφανίστηκε με τη μορφή της συγκεκριμένης δικτατορίας.  Άρα, και εκεί θέλω να καταλήξω, το σημαντικό είναι η μεταπολίτευση, ως ρήξη με το μετεμφυλιακό καθεστώς στο σύνολό του. Το 1974 δεν είναι η άλλη άκρη του 1967, αλλά η άλλη άκρη της μεταπολεμικής εποχής. Δεν τελειώνει απλώς η δικτατορία, τελειώνει εκείνη η μετεμφυλαική περίοδος. Το 1974 είναι η μεγάλη τομή στη νεοελληνική ιστορία από τον πόλεμο του 40 έως σήμερα. Και γίνεται ακόμη πιο σημαντική αυτή η τομή, αν θεωρήσουμε ότι η κρίση που περνάει τώρα η Ελλάδα, είναι το τέλος της περιόδου που άρχισε  το 1974. Αυτή η περίοδος άλλωστε έχει στοχοποιηθεί, τόσο μετά τις ταραχές στην Αθήνα το 2008 (που έφταιγε «η κουλτούρα της Μεταπολίτευσης»), όσο και τώρα: «να τελειώνουμε με την μεταπολίτευση και το πνεύμα της, ιδιαίτερα με την καταστροφική περίοδο της δεκαετίας του 80» (αρθρογραφία στον τύπο).
Αν υιοθετήσουμε αυτή την ιδέα, τότε η δικτατορία μπορεί να θεωρηθεί ως το προστάδιο μιας μεγάλης αλλαγής και η Αντίσταση ως το πρελούδιο της μεταπολίτευσης και της μεταπολιτευτικής περιόδου.
Η Αντίσταση βέβαια δεν ήταν ένα μεγάλο οργανωμένο κίνημα. Ήταν μειοψηφικό φαινόμενο. Μεγάλες μάζες πληθυσμού είχαν αποδεχτεί την δικτατορία τα πρώτα χρόνια. Αλλά εκείνο που νομίζω έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον είναι η αλλαγή της στάσης ευρύτατων ανοργάνωτων στρωμάτων από το 1970 και μετά. Είναι νομίζω αρκετά σαφής η διάκριση ανάμεσα στις συνωμοτικές οργανώσεις της πρώτης φάσης, στην διάχυτη αντίσταση της δεύτερης φάσης.  Αλλά στην περίπτωση αυτή δεν πρόκειται για αντίσταση αλλά για μια αλλαγή σε νοοτροπίες που αφορούσε πολιτισμικά πρότυπα και πρακτικές. Είναι μια αλλαγή που φαίνεται  ακόμη και από τις φωτογραφίες. Οι καλο-κουρεμένοι γραββατωμένοι φοιτητές της πρώτης περιόδου αντικαθίστανται από τους «μαλιάδες και μουσάτους» της δεύτερης. Αυτή η αλλαγή της εμφάνισης που διαπιστώνουμε, φέρνει μαζί της   αλλαγές που αφορούν τη σεξουαλικότητα, τη σχέση πολιτικού και προσωπικού, πολιτικές διαθέσεις κλπ. Η αλλαγή αυτή ήταν αισθητή φυσικά στους νέους, αλλά ακολουθούσαν και οι γονείς με  αξιοσημείωτη δεκτικότητα, ακόμη και γερασμένοι και αρτηριοσκληρωτικοί θεσμοί.
Αν η μεταπολίτευση, ιδωμένη πάλι από μια διεθνή και συγκριτική οπτική,  αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου κύματος εκδημοκρατισμού, (ο Huntington το ονόμασε «Το τρίτο κύμα του εκδημοκρατισμού»[7]) στο οποίο περιλαμβάνονται επίσης η Ισπανία και η Πορτογαλία, τότε εκείνο που μας ενδιαφέρει είναι  να ερευνήσουμε   τα δομικά στοιχεία, το agency, και την κουλτούρα  αυτού του εκδημοκρατισμού.  Να τα μελετήσουμε καθ’εαυτά, ως στοιχεία της ιστορίας της χώρας, συγκριτικά, ως στοιχεία του ευρωπαϊκού νότου αλλά και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, από την άποψη της ανόδου των μεσοστρωμάτων, της επέκτασης της εκπαίδευσης αλλά και των προσδοκιών ότι ο εκδημοκρατισμός θα φέρει εγγύτερα την ενσωμάτωση   στην Ευρώπη.
Ας μην θεωρήσουμε όμως ότι ο κοινωνικός εκσυγχρονισμός πάνω σε ιδεατά ευρωπαϊκά πρότυπα συμπίπτει με τον εκδημοκρατισμό ως αίτημα εκσυγχρονισμού. Πολλά από τα αιτήματα του δημοκρατικού φοιτητικού κινήματος της δικτατορίας και της μεταπολίτευσης ήταν άκρως συντεχνιακά. Οι δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις σε εκτεταμένους τομείς δεν ήταν μια ανατροπή των παλιών ιεραρχιών που μοιράζονταν προνόμια, αλλά επιμερισμός των προνομίων σε περισσότερους. Η ευαισθησία στη λαϊκή κυριαρχία δεν συνοδεύτηκε από υιοθέτηση πρακτικών σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, των δικαιωμάτων της διαφοράς,  των μειοψηφιών κλπ.

Ξεκινήσαμε με ένα τίτλο που έλεγε τι θέλουμε να μάθουμε από τη δικτατορία, για να καταλήξουμε στο τι θέλουμε να μάθουμε για το πώς συνέβη η μεταπολίτευση, ως μείζων  ρήξη στη νεοελληνική ιστορία. Συνέβη αυτό γιατί θεωρήσαμε τη δικτατορία ως τον πρόλογο της μεταπολίτευσης, και όχι ανάποδα, δηλαδή τη μεταπολίτευση ως το τέλος της δικτατορίας.




[1] New York Review of Books, blog, 14.2.10
[2] α’ εκδ. Θεσσαλονίκη 1983, β’ εκδ. Αθήνα 2002
[3] Αλ. Φραγκιάδης, Ελληνική Οικονομία, 19ος-20ος αιώνας, Αθήνα  2007, σ. 161-200
[4] Α.Ρήγος κλπ.(Επιμ.),  Η «σύντομη δεκαετία του ’60, Αθήνα    2007
[5] Ιωάννης Στεφανίδης, «Η Δημοκρατία δυσχερής; Η ανάπτυξη των μηχανισμών του  αντικομμουνιστικού αγώνος,   1958-1961», Μνήμων 29, 2008, 199-241
[6] Γ.Αθανασάτου κλπ.(Επιμ.), Η Δικτατορία 1967-1974, Πολιτικές πρακτικές-Ιδεολογικός λόγος-Αντίσταση, (Εκδ. Ελληνικής Εταιρείας Πολιτικής Επιστήμης), Αθήνα 1999, σ. 255-304
[7] Samuel Huntington, The Third Wave: Democratization in the Late Twentieth Century,University of Oklahoma Press,  1991

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου