Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2014

Η Άνοδος και η Πτώση των Σπαρτιατών-Rise and Fall of the Spartans |2|


Η Άνοδος και η Πτώση των Σπαρτιατών-Rise and Fall of the Spartans |1|


ΧΡΟΝΟΓΡΑΜΜΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ 2

ΧΡΟΝΟΓΡΑΜΜΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

ΧΡΟΝΟΓΡΑΜΜΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

ΚΑΤΟΧΗ, ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ

ΙΣΤΟΡΙΑ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ
ΕΝΟΤΗΤΑ 48

ΤΟ ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟ

ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΟΥ Β ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΚΑΙ Η ΙΔΡΥΣΗ ΤΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΗΝΩΜΕΝΩΝ ΕΘΝΩΝ

ΤΑ ΠΡΟΜΗΝΥΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΤΟΥ Β ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΕ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΤΟΥΡΚΙΑ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΟ ΠΟΛΕΜΟ

ΙΣΤΟΡΙΑ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ
ΕΝΟΤΗΤΑ 39

Ο ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ (1919-1922)

ΤΟ ΤΟΥΡΚΙΚΟ ΕΘΝΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ

ΙΣΤΟΡΙΑ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ
ΕΝΟΤΗΤΑ 37

Η ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΥ. Η ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ ΤΗΣ 4ης ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1936

ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ ΤΟΥ 1929

ΙΣΤΟΡΙΑ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ
ΕΝΟΤΗΤΑ 42

ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΗς ΚΡΙΣΗΣ ΤΟΥ 1929

Η ΡΩΣΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

ΙΣΤΟΡΙΑ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ
ΕΝΟΤΗΤΑ 33

ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ, Η ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ 1929 ΚΑΙ Η ΜΕΓΑΛΗ ΥΦΕΣΗ

Ο ΕΜΦΥΛΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ

ΤΑ ΚΥΡΙΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΜΕΤΕΜΦΥΛΙΑΚΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ (1944-1963)-Ο ΚΥΠΡΙΑΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ (1955-1960)

Η ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ '80 (1981-1989)

Η ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΣΤΟΝ Β ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΟΛΕΜΟ

ΙΣΤΟΡΙΑ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ
ΕΝΟΤΗΤΑ 47

Ο Β ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ

ΙΣΤΟΡΙΑ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ
ΕΝΟΤΗΤΑ 46

ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΚΑΙ ΣΤΟΧΑΣΜΟΣ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ, ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ

ΤΕΧΝΕΣ ΚΑΙ ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ

ΟΞΥΝΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΚΡΙΣΗΣ ΚΑΙ Η ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ ΤΗΣ 21ης ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1967 (1963-1974)

ΟΙ ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΝΤΑΝΤ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΣΤΗΝ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ

Η ΕΛΛΑΔΑ ΣΤΟΝ Α ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΟΛΕΜΟ - Ο ΕΘΝΙΚΟΣ ΔΙΧΑΣΜΟΣ

Η ΕΛΛΑΔΑ ΑΠΟ ΤΗ ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗ ΕΩς ΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ ΤΟΥ '80 (1974-1981)

Ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ

Η ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ ΑΜΕΣΩΣ ΜΕΤΑ ΤΟΥΣ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΥΣ ΠΟΛΕΜΟΥΣ

Ο ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ ΠΤΩΘΥΠΟΥΡΓΟΣ:Η ΒΕΝΙΖΕΛΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ 1910-1912

ΤΑ ΑΙΤΙΑ, Η ΕΚΡΗΞΗ ΚΑΙ ΤΑ ΜΕΤΩΠΑ ΤΟΥ Α ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

TO KINHMA STO GOYDI (1909)

Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2014

Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2014

Η δικτατορία 1967-74

Αντώνης Λιάκος
Η δικτατορία 1967-74: τι θέλουμε να μάθουμε;
Δημοσιεύτηκε στο: Δικτατορία 1967-1974,
Η έντυπη αντίσταση, Κατάλογος Έκθεσης Ντοκουμέντων
Θεσσαλονίκη, ΕΣΗΕΜΘ, 2010, σ. 88-92
Διάβασα πρόσφατα ένα μέρος από τα απομνημονεύματα ενός ιστορικού της ηλικίας μου, του πολύ γνωστού Tony Judt. Περιγράφει, με κάπως σκωπτικό ύφος την εμπειρία του τι σήμαινε να είσαι νέος  γύρω στα  είκοσι στην Αγγλία, τη Γαλλία και τη Γερμανία, τον καιρό που εδώ έγινε η δικτατορία.
«μεγάλωσα σε μια εποχή ευημερίας, ασφάλειας και άνεσης, και κατά συνέπεια, καθώς έγινα είκοσι το 1968, επαναστάτησα κι εγώ. Όπως τόσοι και τόσοι baby boomers, συμμορφώθηκα με τη μη συμμόρφωση. Χωρίς συζήτηση, τα 1960 ήταν μια καλή εποχή για να είσαι νέος. Κάθε τι φαινόταν να αλλάζει με μια άνευ προηγουμένου ταχύτητα και ο κόσμος φαινόταν να κυριαρχείται από νέους, κάτι που επιβεβαιώνουν και οι στατιστικές»[1].
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη New York Review of Books, και στο blog υπήρχαν πολλά σχόλια από όλο τον κόσμο. Κάποιος έγραψε ότι o συγγραφέας έβλεπε  μόνο τη δυτικοευρωπαϊκή εμπειρία. Δεν ήταν όμως εύκολο να είσαι εικοσάρης  εκείνη ακριβώς την εποχή στην Ανατολική Ευρώπη,  όπου οι διαφορετικές απόψεις πληρώνονταν με πολυήμερες ανακρίσεις στα υπόγεια των μυστικών υπηρεσιών. Κάποιος άλλος έγραψε ότι ήταν διαφορετική η εμπειρία των μαύρων νέων στην Αμερική που μάχονταν τις φυλετικές διακρίσεις και διαδήλωναν για πολιτικά δικαιώματα. Θα μπορούσαν να προστεθούν πολλές φωνές νέων εκείνης της εποχής, από την Κίνα της πολιτιστικής επανάστασης, ή την Λατινική Αμερική των αντάρτικων κινημάτων (ο Τσε σκοτώθηκε το 1967), ή από άλλες περιοχές του πλανήτη, που θα έλεγαν διαφορετικές ιστορίες με διαφορετικό ύφος. Άλλοτε επικό ή  τραγικό, άλλοτε  ειρωνικό ή αυτοσαρκαστικό, κλπ. Ανάλογες, αλλά διαφορετικές ιστορίες θα μπορούσαν να ειπωθούν –και έχουν ειπωθεί- από εικοσάρηδες εκείνης της εποχής και για την Ελλάδα. Αλλά με τι ύφος; Το   βιβλίο, η Μια ιστορία της νύχτας (1967-74)  του Τάσου Δαρβέρη, χρησιμοποιεί ένα ύφος ειρωνικό.[2]  
H αυτοειρωνία δείχνει αμηχανία. Δεν μπορεί να διηγηθεί κανείς   μια επική ιστορία για εκείνη την εποχή. Υπήρχαν πολλές μικρές τραγωδίες, αλλά δεν μπορεί κανείς να διηγηθεί μια μεγάλη τραγωδία. Ακόμη και το κυπριακό με το οποίο έπεσε η χούντα, το λέμε κυπριακή τραγωδία, όταν όμως το ξετυλίγουμε  διηγούμαστε   κωμικοτραγικά επεισόδια, όπως στο μυθιστόρημα Κόκκινο στην Πράσινη Γραμμή, του  Βασίλη Γκουρογιάννη (Αθήνα 2009). Τι δείχνει όμως η αμηχανία με την οποία αντιμετωπίζουμε εκείνη την εποχή; Μια πιθανή εξήγηση είναι η δυσκολία να   κατατάξουμε το γεγονός της δικτατορίας  στο ρυθμό της νεοελληνικής ιστορίας. Η δικτατορία φαίνεται σαν ένα γεγονός παρωχημένο ακόμη και για την εποχή του. Γι αυτό απόκτησε και ένα ύφος γκροτέσκ, που δεν το είχαν λ.χ. οι δικτατορίες του μεσοπολέμου.  Ας εξετάσουμε λοιπόν το ερώτημα:  Ήταν μια τομή η δικτατορία, ή  μια ρήξη της συνέχειας;
Τον τελευταίο καιρό, γίνεται μια μεγάλη ιστορική συζήτηση στις χώρες της Νότιας Ευρώπης που βίωσαν δικτατορίες. Οι περίοδοι δικτατορίας, αποτελούσαν μια τομή, μια εξαίρεση στην ιστορία τους, ή εκείνο που ήταν εντονότερο ήταν οι συνέχειες; Συνέχειες με τα προηγούμενα  ή με τα επόμενα χρόνια;  Αν η εποχή των μεταπολιτεύσεων τόνιζε τα στοιχεία της  ρήξης με τη δικτατορία,  η απομάκρυνση από την εποχή και τις πραγματικότητες της δικτατορίας βλέπει περισσότερες συνέχειες. Ας δούμε την   περίπτωση της ελληνικής δικτατορίας. Συνέχεια ή ρήξη;   
            Κατά κάποιον τρόπο η συζήτηση αυτή υπήρχε και επί δικτατορίας. Ο αστικός πολιτικός κόσμος, αλλά και μέρος της Αριστεράς για λόγους τακτικής, τόνιζε το χαρακτήρα της εκτροπής που συνιστούσε η 21 Απριλίου 1967, επομένως την ασυνέχεια. Ήταν αναμφίβολα μια διακοπή της κοινοβουλευτικής πορείας της χώρας. Υπήρχε όμως και ο αντίλογος. Ριζοσπαστικότερες   τάσεις, αρχίζοντας από το βιβλίο του Ανδρέα Παπανδρέου, Η Δημοκρατία στο απόσπασμα (1969) τόνιζαν τα στοιχεία της  συνέχειας με το προηγούμενο καθεστώς. Η δικτατορία τοποθετούνταν στις γενεαλογίες του κράτους της δεξιάς, από το Μεταξά  στους νικητές  του εμφυλίου πολέμου. Οι συνέχειες αφορούσαν ευρύτερες δομές, πολιτικές και οικονομικές, καθώς επίσης νοοτροπίες και τρόπους διακυβέρνησης.
Την άποψη της συνέχειας την υποστηρίζει και η οικονομική ιστορία. Η περίοδος σταθερής οικονομίας και ισολογισμένων προϋπολογισμών αρχίζει από το 1953, με τα μέτρα σταθεροποίησης του Μαρκεζίνη και τη σταθερή πρόσδεση της δραχμής στο δολάριο και συνεχίζεται έως το 1972, οπότε η πετρελαϊκή κρίση και ο πληθωρισμός, αποσυνδέουν τα δύο νομίσματα. Την οικονομική ακμή της δικτατορίας τη διαδέχεται μια περίοδος στασιμότητας που διαπερνά τη μεταπολίτευση. Από τότε η βιομηχανική παραγωγή υποχωρεί συνεχώς, χωρίς να ανακάμψει, ενώ αρχίζει ένας νέος τύπος ανάπτυξης, συνδεδεμένος με τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό  και τη νέα οικονομία της παγκοσμιοποίησης από το 1996. Όπως όλες οι συντηρητικές κυβερνήσεις που συγκρατούν τους μισθούς και δεν ανοίγονται σε κοινωνικές δαπάνες η δικτατορία είχε μια δημοσιονομική πολιτική η οποία ήταν ελκυστική σε ξένες επενδύσεις και δεν διέφερε ουσιωδώς από την προηγούμενη εικοσαετία. [3]
Η δικτατορία έγινε σε μια μεταιχμιακή για την Ελλάδα δεκαετία. Τη δεκαετία του 60. Ήταν  μεταιχμιακή, γιατί ακριβώς στη δεκαετία αυτή γίνεται το πέρασμα, και η  χώρα από αγροτική, γίνεται αστική. Έως τότε, επί αιώνες, η πλειοψηφία του πληθυσμού ζούσε στα χωριά. Από εδώ και πέρα ζει στις πόλεις. Οι πόλεις είναι καινούργιες, με νεοφερμένο πληθυσμό και με πλειοψηφία νέων ηλικιών.  Πρόκειται επομένως για καινούριες, πρώτο-ιδωμένες  εμπειρίες της ζωής στην πόλη, αλλά και για μια άλλη πόλη. Είναι μια δεκαετία στην οποία ανοίγει και εντείνεται  η μετανάστευση στη Γερμανία, το πηγαινέλα στην Ευρώπη κοινωνικών στρωμάτων που συνήθως δεν ταξίδευαν. Είναι επίσης η δεκαετία που μπαίνουν οι ηλεκτρικές συσκευές στα σπίτια (ραδιόφωνο, ηλεκτρικό ψυγείο, κουζίνα, και σκούπα, τηλεόραση).  Τι σημαίνουν αυτές όλες αυτές οι μεταβολές; Πρώτο, τελειώνει ο παραδοσιακός τρόπος ζωής. Οι πόλεις σημαίνουν έναν άλλο τρόπο. Μαζί  ανατρέπονται οι παλιές ιεραρχίες των ηλικιών και η πρωτοκαθεδρία των ηλικιωμένων έναντι των νέων. Οι γονείς μαθαίνουν από τα παιδιά τους τη νέα τεχνολογία. Η κοινωνία που ήταν βασισμένη στην υποταγή γίνεται κοινωνία αμφισβήτησης. Δημιουργούνται νέες στάσεις και νέες διαθέσεις. [4]
Η εργατική μετανάστευση   δημιουργεί μια νέα πρωταρχική συσσώρευση στο χωριό και την πόλη, με πόρους που ξεφεύγουν από τον έλεγχο του ελληνικού κράτους, αλλά και πληροφόρηση. Πληροφόρηση που διαχέεται στον πληθυσμό και περιλαμβάνει μια ισχυρή συγκριτική πλευρά. Συγκρίνονται οι σχέσεις του πολίτη με το  κράτος, το κράτος πρόνοιας, η εκπαίδευση, το εργασιακό περιβάλλον και η ευημερία, όχι των ανώτερων στρωμάτων όπως γινόταν έως τότε, αλλά των λαϊκών στρωμάτων.
Οι ηλεκτρικές συσκευές αλλάζουν τη ζωή στο σπίτι και απελευθερώνουν   γυναικείο χρόνο, με αποτέλεσμα μεγαλύτερη ανεξαρτησία. Στο καινούργιο σπιτικό με τις ηλεκτρικές συσκευές, η νύφη παίρνει την πρωτοκαθεδρία από την πεθερά. Πνέει ένα πνεύμα αλλαγής, εκσυγχρονισμού, θεμελιώνονταν προσδοκίες βελτίωσης. Δημιουργούνται νέες μορφές ζωής, νέα αιτήματα που έχουν σχέση με την νέα διευθέτηση ανθρώπων –οικονομικών μεγεθών και πραγμάτων που επιβάλλει η αστικοποίηση και η ανάπτυξη της δεκαετίας του 60.  Απέναντι σ’ αυτές τις μεταβολές η δικτατορία φαίνεται σαν μια ανορθογραφία, σαν ένα κατάλοιπο προηγούμενων εποχών.   
Η δικτατορία, αν τεθεί στα διεθνή συγκριτικά πλαίσια είναι αναμφίβολα ένα επεισόδιο του ψυχρού πολέμου. Από την άποψη αυτή, ως προς τους μηχανισμούς ελέγχου του στρατού και του κρατικού μηχανισμού, ως προς ο πνεύμα  επιτήρησης και χειραγώγησης της κοινής γνώμης, ως προς τα όρια ανοχής της διαφωνίας,   η δικτατορία ήταν συνέχεια της προηγούμενης καραμανλικής περιόδου.[5]
Ως επεισόδιο του ψυχρού πολέμου, η δικτατορία,  αφορά το πρόβλημα των σχέσεων της Αμερικής με τη δικτατορία.  Έχει χυθεί αρκετό μελάνι έως τώρα, αν οι Αμερικανοί  γνώριζαν, ποιοί απ’ όλους γνώριζαν, αν έδωσαν πράσινο φως ή απλώς σήκωσαν τους ώμους  κ.ο.κ.[6]  Απ’ όλη αυτή τη συζήτηση  στην οποία η παρουσία του Ανδρέα Παπανδρέου (ΑΣΠΙΔΑ) αναδεικνύεται ως η πέτρα του σκανδάλου, προκύπτει  ένα ζήτημα. Τα όρια αντοχής του μετεμφυλιακού καθεστώτος.
Μιλήσαμε για τις αλλαγές στην ελληνική κοινωνία στη δεκαετία του 60. Κάποτε θα ερχόταν η ώρα της κρίσης, η ώρα της σύγκρουσης ανάμεσα στις αλλαγές αυτές και στο πολιτικό καθεστώς της μετεμφυλιακής εποχής.  Η υπόθεσή μου είναι ότι η κρίση αυτή εμφανίστηκε με τη μορφή της συγκεκριμένης δικτατορίας.  Άρα, και εκεί θέλω να καταλήξω, το σημαντικό είναι η μεταπολίτευση, ως ρήξη με το μετεμφυλιακό καθεστώς στο σύνολό του. Το 1974 δεν είναι η άλλη άκρη του 1967, αλλά η άλλη άκρη της μεταπολεμικής εποχής. Δεν τελειώνει απλώς η δικτατορία, τελειώνει εκείνη η μετεμφυλαική περίοδος. Το 1974 είναι η μεγάλη τομή στη νεοελληνική ιστορία από τον πόλεμο του 40 έως σήμερα. Και γίνεται ακόμη πιο σημαντική αυτή η τομή, αν θεωρήσουμε ότι η κρίση που περνάει τώρα η Ελλάδα, είναι το τέλος της περιόδου που άρχισε  το 1974. Αυτή η περίοδος άλλωστε έχει στοχοποιηθεί, τόσο μετά τις ταραχές στην Αθήνα το 2008 (που έφταιγε «η κουλτούρα της Μεταπολίτευσης»), όσο και τώρα: «να τελειώνουμε με την μεταπολίτευση και το πνεύμα της, ιδιαίτερα με την καταστροφική περίοδο της δεκαετίας του 80» (αρθρογραφία στον τύπο).
Αν υιοθετήσουμε αυτή την ιδέα, τότε η δικτατορία μπορεί να θεωρηθεί ως το προστάδιο μιας μεγάλης αλλαγής και η Αντίσταση ως το πρελούδιο της μεταπολίτευσης και της μεταπολιτευτικής περιόδου.
Η Αντίσταση βέβαια δεν ήταν ένα μεγάλο οργανωμένο κίνημα. Ήταν μειοψηφικό φαινόμενο. Μεγάλες μάζες πληθυσμού είχαν αποδεχτεί την δικτατορία τα πρώτα χρόνια. Αλλά εκείνο που νομίζω έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον είναι η αλλαγή της στάσης ευρύτατων ανοργάνωτων στρωμάτων από το 1970 και μετά. Είναι νομίζω αρκετά σαφής η διάκριση ανάμεσα στις συνωμοτικές οργανώσεις της πρώτης φάσης, στην διάχυτη αντίσταση της δεύτερης φάσης.  Αλλά στην περίπτωση αυτή δεν πρόκειται για αντίσταση αλλά για μια αλλαγή σε νοοτροπίες που αφορούσε πολιτισμικά πρότυπα και πρακτικές. Είναι μια αλλαγή που φαίνεται  ακόμη και από τις φωτογραφίες. Οι καλο-κουρεμένοι γραββατωμένοι φοιτητές της πρώτης περιόδου αντικαθίστανται από τους «μαλιάδες και μουσάτους» της δεύτερης. Αυτή η αλλαγή της εμφάνισης που διαπιστώνουμε, φέρνει μαζί της   αλλαγές που αφορούν τη σεξουαλικότητα, τη σχέση πολιτικού και προσωπικού, πολιτικές διαθέσεις κλπ. Η αλλαγή αυτή ήταν αισθητή φυσικά στους νέους, αλλά ακολουθούσαν και οι γονείς με  αξιοσημείωτη δεκτικότητα, ακόμη και γερασμένοι και αρτηριοσκληρωτικοί θεσμοί.
Αν η μεταπολίτευση, ιδωμένη πάλι από μια διεθνή και συγκριτική οπτική,  αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου κύματος εκδημοκρατισμού, (ο Huntington το ονόμασε «Το τρίτο κύμα του εκδημοκρατισμού»[7]) στο οποίο περιλαμβάνονται επίσης η Ισπανία και η Πορτογαλία, τότε εκείνο που μας ενδιαφέρει είναι  να ερευνήσουμε   τα δομικά στοιχεία, το agency, και την κουλτούρα  αυτού του εκδημοκρατισμού.  Να τα μελετήσουμε καθ’εαυτά, ως στοιχεία της ιστορίας της χώρας, συγκριτικά, ως στοιχεία του ευρωπαϊκού νότου αλλά και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, από την άποψη της ανόδου των μεσοστρωμάτων, της επέκτασης της εκπαίδευσης αλλά και των προσδοκιών ότι ο εκδημοκρατισμός θα φέρει εγγύτερα την ενσωμάτωση   στην Ευρώπη.
Ας μην θεωρήσουμε όμως ότι ο κοινωνικός εκσυγχρονισμός πάνω σε ιδεατά ευρωπαϊκά πρότυπα συμπίπτει με τον εκδημοκρατισμό ως αίτημα εκσυγχρονισμού. Πολλά από τα αιτήματα του δημοκρατικού φοιτητικού κινήματος της δικτατορίας και της μεταπολίτευσης ήταν άκρως συντεχνιακά. Οι δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις σε εκτεταμένους τομείς δεν ήταν μια ανατροπή των παλιών ιεραρχιών που μοιράζονταν προνόμια, αλλά επιμερισμός των προνομίων σε περισσότερους. Η ευαισθησία στη λαϊκή κυριαρχία δεν συνοδεύτηκε από υιοθέτηση πρακτικών σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, των δικαιωμάτων της διαφοράς,  των μειοψηφιών κλπ.

Ξεκινήσαμε με ένα τίτλο που έλεγε τι θέλουμε να μάθουμε από τη δικτατορία, για να καταλήξουμε στο τι θέλουμε να μάθουμε για το πώς συνέβη η μεταπολίτευση, ως μείζων  ρήξη στη νεοελληνική ιστορία. Συνέβη αυτό γιατί θεωρήσαμε τη δικτατορία ως τον πρόλογο της μεταπολίτευσης, και όχι ανάποδα, δηλαδή τη μεταπολίτευση ως το τέλος της δικτατορίας.




[1] New York Review of Books, blog, 14.2.10
[2] α’ εκδ. Θεσσαλονίκη 1983, β’ εκδ. Αθήνα 2002
[3] Αλ. Φραγκιάδης, Ελληνική Οικονομία, 19ος-20ος αιώνας, Αθήνα  2007, σ. 161-200
[4] Α.Ρήγος κλπ.(Επιμ.),  Η «σύντομη δεκαετία του ’60, Αθήνα    2007
[5] Ιωάννης Στεφανίδης, «Η Δημοκρατία δυσχερής; Η ανάπτυξη των μηχανισμών του  αντικομμουνιστικού αγώνος,   1958-1961», Μνήμων 29, 2008, 199-241
[6] Γ.Αθανασάτου κλπ.(Επιμ.), Η Δικτατορία 1967-1974, Πολιτικές πρακτικές-Ιδεολογικός λόγος-Αντίσταση, (Εκδ. Ελληνικής Εταιρείας Πολιτικής Επιστήμης), Αθήνα 1999, σ. 255-304
[7] Samuel Huntington, The Third Wave: Democratization in the Late Twentieth Century,University of Oklahoma Press,  1991

ΤΟ 1922 ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΝΕΦΕΛΗ
ΑΘΗΝΑ 2011
Χ. ΕΞΕΡΤΖΟΓΛΟΥ, Δ. ΣΤΑΜΑΤΟΠΟΥΛΟΣ,
Α. OZIL, Κ. ΚΑΤΣΑΠΗΣ, Α-Μ. ΤΣΕΤΛΑΚΑ
ΤΟ 1922 ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ
Μια νέα ματιά
Επιμέλεια – Εισαγωγή

ΑΝΤΩΝΗΣ ΛΙΑΚΟΣ



Το 1922 είναι ένας κατεξοχήν τόπος μνήμης για τους Έλληνες. Πρόκειται για έναν
νοητό τόπο ο οποίος συγκροτήθηκε από όλα εκείνα τα στοιχεία που τον κάνουν
παραδειγματικό: τραύμα, απώλεια, έξοδος.1 Το τραύμα ως διάβαση μέσα από τη
βία, το θάνατο και το φόβο. Το τραύμα ως απώλεια. Χάθηκε ένας ολόκληρος κό-
σμος, άνθρωποι, τόποι, τρόποι βίου, περιουσίες. Μετάβαση σε μια νέα συνθήκη:
το στίγμα της προσφυγιάς, η εχθρότητα των ντόπιων, τα δύσκολα χρόνια για να ορ-
θοποδήσουν οι οικογένειες. Οι σημερινές γενιές βέβαια δεν έχουν τα βιώματα των
ανθρώπων του ξεριζωμού. Ωστόσο το βιωμένο τραύμα έγινε πολιτισμικό τραύμα.
Δεν βασίζεται δηλαδή στην εμπειρία, αλλά στη μετάδοσή της, στην πολιτισμική ανα-
παραγωγή της. Γι’ αυτό και δεν αφορά μόνο τους πρόσφυγες ή τους απογόνους
τους. Αφορά την αίσθηση του παρελθόντος που έχει η εθνική συνείδηση, το συλ-
λογικό εμείς. Το ’22 σήμανε την οριστική εγκατάλειψη μιας κοσμοπολίτικης αντί-
ληψης για τον ελληνισμό, το τέλος του ελληνισμού ως συστατικού στοιχείου των
αυτοκρατοριών της ανατολικής Μεσογείου.
Το 1922, ως τόπος μνήμης, δεν γεννήθηκε, αλλά ποιήθηκε. Οι χαμένες πατρίδες
δεν ήταν πάντοτε ένας από τους τόπους της νεοελληνικής ιδεολογίας. Ο επίσημος
κόσμος του ελληνικού κράτους, του ίδιου που διαχειρίστηκε την ήττα του εκστρα-
τευτικού σώματος στη Μικρασία, διαπνεόταν από αντιπροσφυγικό πνεύμα. «Η μικρά
αλλ’ έντιμος Ελλάς» θεωρούσε ότι «το αίμα της Ελλάδος δεν ρέει εις τας φλέβας της
δια να χύνεται εις την απωτάτην Μικρασίαν» (Γ. Βλάχος, Καθημερινή, 17 Αυγούστου
1922).2 Οι Μικρασιάτες, όταν έφτασαν τρέμοντας από τις κακουχίες στις ελληνικές
ακτές, ούτε ενδιέφεραν ούτε θεωρούνταν, από μεγάλο μέρος του πολιτικού και κοι-
νωνικού κατεστημένου της εποχής αλλά και του πληθυσμού, μέλη του εθνικού σώ-
ματος. Για τους ίδιους τους πρόσφυγες, όμως, οι πατρίδες που άφησαν πίσω τους
1. Για την έννοια του τόπου μνήμης: P. Nora, Les lieux de mémoire, Gallimard, Paris
1984-1992.
2. Παρατίθεται από τον Γ. Μαυρογορδάτο, Μελέτες και κείμενα για την περίοδο 1909-
1922, Σάκκουλας, Αθήνα 1982, σ. 94.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
ΤΟ «1922» ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ
Αντώνης Λιάκος
12 ΕΙΣΑΓΩΓΗ
αποτελούσαν πράγματα χειροπιαστά. Δεν ήταν ακόμη χαμένες πατρίδες. Έγιναν, κα-
θώς σιγά σιγά συνειδητοποίησαν ότι δεν υπήρχε επιστροφή. Δεν είχαν βγάλει καλά
καλά τα μαύρα μαντίλια του πένθους όταν έμαθαν ότι ο Βενιζέλος υπέγραψε συμ-
φωνίες με τον Ινονού και πρότεινε τον Κεμάλ για το Νόμπελ Ειρήνης.3 Διεκδικώντας
τη νέα πατρίδα, μεγάλωσαν την απόσταση. Αλλά και τότε, οι χαμένες πατρίδες ήταν
ακόμη αισθήματα χειροπιαστά. Όχι ιδεολογία.
Με τον καιρό, και με βάσανα, οι πρόσφυγες τα κατάφεραν. Κάτω από τα προ-
στατευτικά φτερά του Βενιζέλου στην αρχή, αυτονομήθηκαν πολιτικά σιγά σιγά, για
να μπουν αναγκαστικά στις διαμάχες της Κατοχής και του Εμφυλίου, που κράτησε
ανοιχτές τις πληγές της διαφορετικής καταγωγής, γιατί η ίδια μετατράπηκε συχνά σε
πολεμικό όριο. Χρειάστηκε να φτάσουμε εκεί, κάπου στη δεκαετία του 1960, όταν
το πολιτικό άνοιγμα συνοδευόταν από μια διαφορετική από την κρατική, πολιτισμι-
κή πρόταση, για να αρχίσουν να αποκτούν ένα ευρύτερο ακροατήριο τα λογοτεχνι-
κά έργα και οι αναμνήσεις από τη Μικρασία και την εμπειρία της προσφυγιάς. Τότε
άρχισε να γίνεται λόγος για τα «ματωμένα χώματα» και τις «χαμένες πατρίδες», για
τη μοίρα του πρόσφυγα. Από τη συζήτηση στο καφενείο και στις αυλές, στο μικρό-
φωνο και στο πάλκο, τα βιώματα άρχισαν να γίνονται ιδεολογία. Aν οι χαμένες πα-
τρίδες στην πρώτη γενιά χρωματίζονταν με νοσταλγία, αν η δεύτερη γενιά προσπα-
θούσε να ξεχάσει για να ριζώσει στη νέα πατρίδα, η τρίτη γενιά στάθηκε αμφίθυμη
απέναντί τους. Είτε τις χρωμάτισε με συγκρουσιακό πνεύμα, που προήλθε εν μέρει
από τον σχηματικό τρόπο που η εκπαίδευση παρουσιάζει τα πράγματα, εν μέρει από
την αναζωπύρωση αυτής της εμπειρίας μετά τα κυπριακά γεγονότα του 1974 και την
επιδείνωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, είτε τις μετέτρεψε σε μια δίψα γνώσης.
Κυριολεκτικά άνθισαν παλιές και νέες εκδόσεις λογοτεχνικών έργων, μαρτυρίες, εκ-
δόσεις με φωτογραφικό υλικό, ταινίες, τραγούδια.
Στη δεκαετία του ’60 ο καημός της προσφυγιάς έγινε ένα με τον καημό της ρω-
μιοσύνης, ο ένας μετωνυμία του άλλου. Δεν ήθελε πολύ αυτό το σμήνος των ιδε-
ών, των συναισθημάτων και της μετα-μνήμης να μετασχηματιστεί σε εθνολαϊκή
ιδεολογία. Συνέβη αυτό στη Μεταπολίτευση και στα χρόνια της πρώτης δεκαετίας
του ΠΑΣΟΚ. Όταν ο παλιός λαός διαλύθηκε σε μυριάδες μικρά και μεγάλα συμφέ-
ροντα, η εθνολαϊκή ιδεολογία έγινε στρατηγική για εξουσία και τα λαϊκά αισθήματα
αλέστηκαν στους μύλους του λαϊκισμού. Καθώς ο 20ός αιώνας έδυε, και κυρίως
μετά την άλλη συμβολική ημερομηνία, το 1989, σημειώθηκε ένας αγώνας δρό-
μου, ποιος θα προλάβει να βάλει τα σύμβολά του πάνω στο βωμό αυτής της νέας
λατρείας, της ταυτότητας. Το αστέρι της Βεργίνας, η Παναγία Σουμελά, η Νεοορ-
θοδοξία, τα Ίμια, λίγος Σεφέρης για την Κύπρο, τα τραγουδάκια των κατηχητικών,
η απολύτρωση της Βορείου Ηπείρου, ο γλωσσικός καθαρισμός και η επιστροφή
3. Κ. Καραμανλής, O Ελευθέριος Βενιζέλος και οι εξωτερικές μας σχέσεις, 1828-1932,
Ευρωεκδοτική, Αθήνα 1986, σ. 73-97.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 13
στις ρίζες, ο «Οικουμενικός Ελληνισμός», μια δόση αντιευρωπαϊσμού και αντια-
μερικανισμού, ο Μεγαλέξανδρος, ο Μακρυγιάννης και ο Άρης, η «πολεμική αρε-
τή των Ελλήνων», η πολεμική ετοιμότητα και το «πρώτο πλήγμα», και άλλα πολλά
σύμβολα διαγκωνίστηκαν για μια θέση στο νέο εθνικό πάνθεο του τέλους του αιώ-
να. Μαζί και οι «χαμένες πατρίδες», που έγιναν «αλύτρωτες».
Στην περασμένη εικοσαετία, τα πράγματα κατά κάποιον τρόπο πολώθηκαν ανά-
μεσα σε αυτούς που προσπαθούσαν να ξαναζήσουν συμβολικά αυτό που χάθηκε
και σε εκείνους που ήθελαν να το ξεπεράσουν. Το 1922 και η Σμύρνη στάθηκαν το
μοιραίο σημείο της μεγάλης διαμάχης για την ιστορία που έγινε το 2006.4 Από μια
άποψη είναι ενδιαφέρον γιατί το εθνικό μαρτυρολόγιο τραβάει πολύ περισσότερο
την προσοχή του κοινού από ό,τι η συνολική πορεία μιας χώρας, από τα μείζονα
διακυβεύματα, και από τις διαφορετικές ερμηνείες αυτής της πορείας. Στο κάτω
κάτω από αυτές δεν εξαρτώνται οι προσανατολισμοί μας στο μέλλον; Αν η μνήμη
είναι βιωματική καταλαβαίνει κανείς αυτό το ενδιαφέρον. Αλλά αν είναι πολιτισμι-
κή, όπως είναι πλέον, στην πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα, η μνήμη του 1922,
των χαμένων πατρίδων και της προσφυγιάς, τότε γιατί; Εδώ φτάνουμε σε μια κρί-
σιμη ιδέα που μας δίνει το κλειδί για να καταλάβουμε γιατί το 1922, όπως άλλω-
στε και το 1821, όπως και η δεκαετία του ’40, αποτελούν τα δημοφιλέστερα θέμα-
τα της νεοελληνικής ιστορίας. Γιατί μετατρέπουν την ανάγκη της αναβίωσης αυτού
που χάθηκε από κυριολεκτική σε γνωσιακή. Η νοσταλγία δεν είναι μόνο αναπόλη-
ση ενός χαμένου κόσμου. Είναι δίψα να μάθουμε κάθε λεπτομέρεια αυτού του κό-
σμου. Το τραυματικό στην ιστορία είναι το αντίστοιχο του υψηλού στη λογοτεχνία.
Το τραύμα του 1922 εμπεριέχει το υψηλό, εκείνο που σου προκαλεί δέος, που σε
αναγκάζει να ξανασκεφτείς όχι μόνο για το γεγονός αυτό καθαυτό, αλλά τη σχέση
σου με αυτό. Η ιστορία, όπως και η λογοτεχνία, προσφέρει αισθητική απόλαυση.5
Ας ξαναδούμε λοιπόν το πρόβλημα των «χαμένων πατρίδων». Το 1922, ο μεγά-
λος ιστορικός Άρνολντ Τόυνμπι, που τότε κατείχε την έδρα των ελληνικών σπουδών
στο Λονδίνο, έγραψε το βιβλίο The Western Question in Greece and Turkey (Το Δυ-
τικό Ζήτημα στην Ελλάδα και στην Τουρκία). To βιβλίο αναφερόταν σε όσα συνέβαι-
ναν τότε στη Μικρασία και την Ανατολική Θράκη: πόλεμος, βία, σφαγές, εκπατρισμοί.
Δεν πρόκειται για σπασμούς του «Ανατολικού ζητήματος» έγραφε ο Τόυνμπι, αλλά
για την επέκταση στην Ανατολή του «Δυτικού ζητήματος» δηλαδή των αρχών με τις
οποίες συγκροτήθηκε το έθνος-κράτος στη δυτική Ευρώπη.
Σε μια περιοχή όπου οι διάφορες εθνότητες ζούσαν αναμεμειγμένες σαν τα άνθη
των αγρών, όπως ήταν η ανατολική Ευρώπη και η ανατολική Μεσόγειος, αλλά και
4. Μ. Ρεπούση κ.ά., Ιστορία Στ΄ Δημοτικού – Στα νεώτερα και σύγχρονα χρόνια, ΟΕΔΒ,
Αθήνα 2006· Α. Liakos, «History Wars: Questioning Tolerance», στο Gudmundur Halfanarson
(ed.), Discrimination and Tolerance in Historical Perspective, Edizioni Plus, Pisa
2008, σ. 77-92.
5. Frank Ankersmit, Sublime Historical Experience, Stanford U.P., 2005, σ. 317-368.
14 ΕΙΣΑΓΩΓΗ
άλλες περιοχές του πλανήτη, τρεις ήταν οι λύσεις για να συμπέσουν τα όρια του
κράτους με αυτά του έθνους, κατά το παράδειγμα της δυτικής Ευρώπης. Η μία
ήταν η φυσική εθνοκάθαρση και η σφαγή. Την πλήρωσαν τότε οι Αρμένιοι αλλά
και Έλληνες, κυρίως του Πόντου. Λύση φρίκης. Η άλλη ήταν η παραχώρηση μειο-
νοτικών δικαιωμάτων. Η λύση αυτή εφαρμόστηκε κυρίως στην ανατολική Ευρώ-
πη. Στον Μεσοπόλεμο, ένας πληθυσμός 25.000.000 ανθρώπων ζούσε σε μειονο-
τικό καθεστώς, από τις βαλτικές χώρες ώς τα Βαλκάνια.6 Δημοκρατική λύση, αλλά
αποδείχτηκε θνησιγενής. Όχι μόνο γιατί τα δικαιώματα παραβιάζονταν, αλλά για-
τί στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η εξολόθρευση των Εβραίων, των σλαβικών πλη-
θυσμών και των Τσιγγάνων, οι εκπατρισμοί, στην περίπτωση των γερμανικών πλη-
θυσμών της ανατολικής Ευρώπης, ολοκλήρωσαν σχεδόν την εθνοκάθαρση ή τον
εθνολογικό διαχωρισμό. Τέλος, η τρίτη λύση ήταν ο υποχρεωτικός εκπατρισμός και
η ανταλλαγή των πληθυσμών. Εφαρμόστηκε για πρώτη φορά ανάμεσα στην Ελλά-
δα και τη Βουλγαρία το 1919 (Συνθήκη του Νεϊγύ) και το 1923 ανάμεσα στην Ελλά-
δα και την Τουρκία (Συνθήκη της Λωζάννης).7 Λιγότερο αιματηρή από την πρώτη,
η τρίτη λύση, ωστόσο, δεν ήταν εντελώς αναίμακτη. Θέρισαν οι ένοπλες συμμορί-
ες (οι τσέτες), θέρισε η χολέρα, η ελονοσία, η φθίση, οι κακουχίες. Υπήρχαν φορές
που τα καράβια που έφερναν πρόσφυγες στα λιμάνια του Πειραιά, της Θεσσαλονί-
κης και της Καβάλας, παρομοιάζονταν με «πλωτά φέρετρα». Η φράση «το βιος που
αφήσαμε πίσω» τα λέει όλα: όχι μόνο υλικά αγαθά, αλλά και την αγάπη του γενέ-
θλιου τόπου και τρόπου, ένα μέρος της προσωπικότητας. Γιατί προσφυγιά σημαίνει
αλλαγή προσωπικότητας – ταυτότητας το λέμε σήμερα. Οι τουρκόφωνοι χριστιανοί
έγιναν Έλληνες και οι ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι της Κρήτης και της Μακεδονίας
έγιναν Τούρκοι. Μόλις την τελευταία στιγμή γλίτωσαν από την ανταλλαγή οι αραβό-
φωνοι χριστιανοί από τις νοτιοανατολικές εσχατιές της Τουρκίας. Η ανατολική βαρ-
βαρότητα λοιπόν ήταν η σκοτεινή πλευρά του δυτικού πολιτισμού.
Συχνά όμως, μιλώντας για τις δικές μας χαμένες πατρίδες, ξεχνούμε τις χαμέ-
νες πατρίδες των άλλων. Στην Τουρκία, εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες δεν έφτα-
σαν μόνο από την Ελλάδα, αλλά και από τη Γιουγκοσλαβία και από τη Βουλγαρία
και από τη Ρουμανία και από τη Νότια Ρωσία και από τη Γεωργία. Αν ο Βενιζέλος
ευτύχησε να δει την πατρίδα του, την Κρήτη, να περιλαμβάνεται στην ελληνική επι-
κράτεια, για τον Κεμάλ η Θεσσαλονίκη ήταν μια χαμένη πατρίδα. Σχεδόν το μεγα-
λύτερο μέρος της τουρκικής ηγεσίας καταγόταν από τα Βαλκάνια. Εκεί χτυπούσε
η καρδιά της παλιάς Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, από κει ξεκίνησαν οι δυνάμεις
που την έκαναν Τουρκία. Και δεν είναι βέβαια μόνο οι Έλληνες και οι Τούρκοι που
έχουν χαμένες πατρίδες, αλλά δεκάδες εκατομμύρια άνθρωποι που αναγκάστη-
6. Mark Mazower, «Minorities and the League of Nations in Interwar Europe», Daedalus,
126, 2 (1997), σ. 47-64.
7. Κ. Τσιτσελίκης (Επιμ.) Η ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών, ΚΕΜΟ, Αθήνα 2006.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 15
καν να διασχίσουν σύνορα στους πολέμους του 20ού αιώνα. Η διπλή διάβαση του
Αιγαίου θα επαναλαμβανόταν διεσταλμένη, σε λιγότερο από είκοσι χρόνια, στην ιν-
δική υποήπειρο, ανάμεσα στους Ινδουιστές και τους Μουσουλμάνους. Ούτε έχει
καμιά σημασία το επιχείρημα ποιοι κατοικούσαν πρώτοι έναν τόπο και ποιοι ήρ-
θαν δεύτεροι, για ποιους θεμελιώνεται το δικαίωμα της χαμένης πατρίδας και για
ποιους όχι. Άνθρωποι που κατοικούσαν για δώδεκα γενιές έναν τόπο δεν είχαν το
δικαίωμα να τον θεωρούν πατρίδα τους;
Πολλές φορές αντιμετωπίζουμε ειρωνικά τη νοσταλγική φιλολογία που ανα-
πτύσσεται για τις χαμένες πατρίδες, στο όνομα ενός αποκαθαρμένου από συναισθή-
ματα επιστημονισμού. Και βέβαια η ιστορική απόσταση και η αποστασιοποίηση του
ιστορούντος υποκειμένου από το αντικείμενο της εξιστόρησης είναι αναγκαία προ-
ϋπόθεση για να γράψουμε ιστορία που έχει στόχο την κατανόηση και όχι την καλλι-
έργεια συναισθημάτων. Αλλά τίθεται συχνά το ερώτημα: είναι θεμιτό να καλλιεργεί-
ται η νοσταλγία των χαμένων πατρίδων; Πιστεύω πως είναι. Οι άνθρωποι έχουν δι-
καίωμα να γνωρίσουν τις ρίζες τους, πού έζησαν οι πρόγονοί τους, τους τόπους και
τα ιερά τους. Κάθε χρόνο, χιλιάδες Αμερικανοί σκορπίζονται στην Ευρώπη, ψάχνο-
ντας σε ληξιαρχικά και ενοριακά αρχεία τους μακρινούς τους προγόνους. Γιατί όχι
οι Βαλκάνιοι, εναντίον των οποίων εκτοξεύεται το στερεότυπο ότι παράγουν περισ-
σότερη ιστορία από όση μπορούν να καταναλώσουν; Οι απόγονοι των προσφύγων
απέκτησαν πια νέες πατρίδες, άλλαξαν επάγγελμα και τρόπο ζωής, πολλοί δοκίμα-
σαν και την εμπειρία της μετανάστευσης στη Γερμανία. Η αγάπη και η νοσταλγία για
τις χαμένες πατρίδες έχει πια συναισθηματικό χαρακτήρα. Αφορά την καλλιέργεια
μιας μικρής διαφοροποίησης στην ταυτότητα του καθενός και της καθεμιάς. Αλλά
περιέχει ταυτόχρονα και κίνητρα για μάθηση, τα οποία δεν πρέπει να υποτιμάμε. Σε
όλον σχεδόν τον κόσμο η αγάπη για τις ρίζες, η αναβίωση του ενδιαφέροντος για
τις ταυτότητες ισχυροποιήθηκε στα τέλη του 20ού αιώνα, στο βαθμό που το μέλλον
δεν εγγυόταν πια προσδοκίες, αλλά φόβους. Βέβαια, ανάμεσα στα αισθήματα και
στην ιδεολογία οι χαμένες πατρίδες μπορούν να γίνουν είτε βάραθρα εχθρότητας
είτε γέφυρες φιλίας και αλληλοκατανόησης, όταν δεν γίνονται αντικείμενο ιστορι-
κοποίησης και αναστοχασμού. Ένα από τα ερωτήματα που βρίσκονται στο μεταίχ-
μιο ανάμεσα στη μεταφορική αναβίωση (γνώση) και στην κυριολεκτική (αναγνώ-
ριση, απόδοση δικαιοσύνης) είναι το εξής: Ήταν ή όχι γενοκτονία η τύχη των ελλη-
νορθόδοξων πληθυσμών της Μικράς Ασίας στα 1914-1923; Και θα πρέπει να κα-
θιερωθεί ως επέτειος μια ειδική ημέρα μνήμης;
Οι ενδοιασμοί για τη χρησιμοποίηση του όρου «γενοκτονία» φαίνονται ακατανόη-
τοι σε πολλούς συμπολίτες μας. Ο όρος «γενοκτονία» πρωτοχρησιμοποιήθηκε με το
τρέχον νόημά του το 1948 για να περιγράψει την προγραμματισμένη εξόντωση όλων
των Εβραίων της Ευρώπης από τους Ναζί. Έκτοτε απέκτησε το νόημα του απόλυτου
κακού. Της σκοτεινής όψης και του στίγματος της νεωτερικότητας. Κλόνισε την εμπι-
στοσύνη στον πολιτισμό, την επιστήμη και την πρόοδο. Η καταδίκη της γενοκτονίας
έχει παραδειγματικό χαρακτήρα και οικουμενικό νόημα. Δεν αφορά δηλαδή απλώς
16 ΕΙΣΑΓΩΓΗ
τους Εβραίους και τους Γερμανούς και κανέναν άλλον. Μας αφορά όλους. Αφορά τις
θεμελιακές αξίες για τη λειτουργία της σύγχρονης κοινωνίας. Στην περίπτωση των
Βαλκανίων η θυσία του άλλου δικαιολογούνταν από την εθνική συγκρότηση: η βία
είχε σκοπό την απομάκρυνση του άλλου. Στην περίπτωση των Ναζί η θυσία του άλ-
λου δικαιολογούνταν από την επιδίωξη φυλετικής καθαρότητας: δεν αποσκοπούσε
στην απομάκρυνσή του, αλλά στην ολοκληρωτική εξόντωσή του. Στην πρώτη η βία
ήταν διάσπαρτη, πρωτόγονη και εν θερμώ, στη δεύτερη ήταν προγραμματισμένη,
συγκεντρωτική και εν ψυχρώ. Οι Γερμανοί το 1940-45 είχαν ήδη δημιουργήσει το
εθνικό τους κράτος. Δεν κινδύνευαν από τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης που εξό-
ντωσαν. Στη δεκαετία 1912-22 οι Τούρκοι προσπαθούσαν να επιβιώσουν ως κρά-
τος. Πρόκειται για διαφορετικής τάξης και σημασίας γεγονότα, από των οποίων την
αναγνώριση προκύπτουν διαφορετικά πολιτικά προτάγματα, έστω και αν το υπόβα-
θρο της δικής μας στάσης πρέπει να είναι κοινό: ο σεβασμός της ανθρώπινης ζωής
και προσωπικότητας, η αντιμετώπιση των διαφορών με ειρηνικά μέσα και διαπραγ-
μάτευση, η καταδίκη των εγκλημάτων εναντίον του πληθυσμού, ακόμη και κατά τη
διάρκεια των πολεμικών επιχειρήσεων.
Η σημασία των γεγονότων χρειάζεται μια προσεκτική στάθμιση του ιδιαίτε-
ρου και του γενικού, και προπαντός την αναζήτηση των συμφραζομένων τους στο
χώρο και στο χρόνο. Ας τα εξετάσουμε: Αυτός ο γεωγραφικός χώρος της Βορειο-
ανατολικής Μεσογείου, από την ύστερη Αρχαιότητα έως τις αρχές του 20ού αιώ-
να χαρακτηριζόταν από την κυριαρχία μεγάλων αυτοκρατοριών, όπως η Βυζαντι-
νή και η Οθωμανική. Κάτω από αυτό το διοικητικό πλαίσιο υπήρχε μια πανσπερμία
λαών, γλωσσικών ομάδων και θρησκευτικών κοινοτήτων οι οποίες ζούσαν ανά-
μεικτες, όπως τα αγριολούλουδα στους αγρούς. Δεν χρειάζεται ούτε να δαιμονο-
ποιούμε ούτε να εξιδανικεύουμε αυτό το παρελθόν. Οι άνθρωποι, τότε, συμβίω-
ναν άλλες φορές ειρηνικά, άλλες φορές σε καθεστώς μιας διάσπαρτης, στο χρόνο
και στο χώρο, βίας. Βίας από τα πάνω, γιατί ας μην ξεχνάμε ότι από την απόσπαση
του πλεονάσματος τρέφονταν όλες οι αυτοκρατορίες, και βίας μεταξύ τους, ανά-
μεσα σε κοινότητες και θρησκευτικές ομάδες.
Οι μαζικές σφαγές, οι εξανδραποδισμοί, οι αναγκαστικές μετοικεσίες ολόκλη-
ρων πληθυσμών απέκτησαν μεγάλες διαστάσεις την εποχή που αυτός ο γεωγρα-
φικός χώρος των Βαλκανίων και της Μικράς Ασίας άρχισε να μεταμορφώνεται
από πολυεθνικό σε χώρο εθνικών κρατών. Όταν επικράτησε η λογική του έθνους-
κράτους, κάθε κράτος όφειλε να επεκταθεί στα όρια του έθνους του: Μεγάλη Ελ-
λάδα, Μεγάλη Σερβία, Μεγάλη Βουλγαρία, τα σύνορα του ενός εθνικισμού περ-
νούσαν μέσα από την επικράτεια που διεκδικούσαν οι άλλοι. Κάθε έθνος όφειλε
να έχει τη δική του αποκλειστική επικράτεια. Συνακόλουθο ήταν οι διώξεις και η
έξοδος των μουσουλμανικών πληθυσμών από τα Βαλκάνια και των χριστιανικών
πληθυσμών από τη Μικρά Ασία. Τα πράγματα έφτασαν σε ακραίες διαστάσεις στον
Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, που εδώ κράτησε δέκα χρόνια, συνεχίστηκε όμως και στον
Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Απόληξη της πορείας αυτής ήταν όσα συνέβησαν στη Γιου-
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 17
γκοσλαβία στη δεκαετία του 1990, ίσως όχι η τελευταία πράξη για τις πρώην επαρ-
χίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που εκτείνονται σε περιοχές που ακόμη προ-
καλούνται συρράξεις με εθνικό χαρακτήρα, όπως στην Ιβηρική Χερσόνησο και στη
Μέση Ανατολή. Όλη αυτή η ιστορία κρατάει δύο αιώνες.
Το ζήτημα που αυτή η ιστορία της βιαιότητας και του πένθους μάς καλεί να κα-
τανοήσουμε δεν είναι η απόδοση ευθυνών από τους Έλληνες στους Τούρκους και
αντίστροφα. Αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος, κάτω από τον ένδυμα της μνήμης, να
καλλιεργηθούν και να διαιωνιστούν αισθήματα εθνικού μίσους και αντεκδίκησης. Το
ζήτημα είναι να κατανοήσουμε γιατί ο εθνικός μετασχηματισμός της περιοχής έγινε
μέσα από ένα στρόβιλο πολέμων, σφαγών και βίας. Η κατανόηση αυτή δεν χρειάζε-
ται να οδηγήσει σε μια γενικευτική καταδίκη του θεσμού του έθνους-κράτους και σε
νοσταλγία της αυτοκρατορίας. Ο μετασχηματισμός αυτός, από τη στιγμή που είχε αρ-
χίσει στη δυτική Ευρώπη, ήταν αναπόφευκτο να συνεχιστεί στη νοτιοανατολική. Γιατί
όμως συντελέστηκε τόσο βίαια; Υπήρχε μήπως στην παράδοση των κοινωνιών αυ-
τών από αιώνες μια παρακαταθήκη βίας και ανομίας η οποία διοχετεύτηκε σε εθνι-
κά μίση; Μήπως γιατί επικράτησε μια φυλετική αντίληψη του έθνους, δηλαδή φυλή
εναντίον φυλής; Μήπως επειδή η εθνική ιδεολογία ταυτίστηκε με τη θρησκευτική,
και αυτή η μείξη μπόλιασε και τις δύο με την αδιαλλαξία της ιερής αλήθειας και απο-
λυτοποίησε τις διαφορές; Πάντως η δημιουργία ομοιογενοποιημένων επικρατειών
επέβαλε τη λογική των εθνοκαθάρσεων, η οποία άλλοτε πήρε βίαιες μορφές, όπως
στην περίπτωση των Αρμενίων, άλλοτε τη μορφή της ανταλλαγής πληθυσμών, όπως
ανάμεσα στην Ελλάδα, την Τουρκία και τη Βουλγαρία. Άλλοτε και τα δύο.
Πρέπει να καλλιεργούμε τη μνήμη του ’22 και της προσφυγιάς; Βεβαίως, αλλά
μετατρέποντας τη μνήμη-εκδίκηση σε μνήμη-κατανόηση. Αν η μνήμη δεν περά-
σει μέσα από μια διαδικασία λογικής επεξεργασίας, δηλαδή ιστορικής κατανόησης,
τότε γίνεται νοσηρό σύμπτωμα. Τότε οι νεκροί μεταμορφώνονται σε εφιάλτες που
κατατυραννούν τους επιζώντες γυρεύοντας καινούργιες θυσίες και νέο αίμα για να
τραφούν. Γι’ αυτό, σε αυτή τη διαδικασία της πολιτισμικής κάθαρσης μας χρειάζε-
ται η γνωσιακή αυτοκάθαρση, κάτι που οφείλει να κάνει η ιστορία ως οργανωμένη
και πειθαρχημένη σε κανόνες ερευνητική δραστηριότητα, αλλά και ως παρέμβα-
ση στη δημόσια ιστορία. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, εκείνο που χρειάζεται στην
τουρκική πλευρά είναι να κατανοηθεί ο πόνος που προκάλεσε στους Έλληνες, και
στην ελληνική πλευρά ο πόνος που προκάλεσε στους Τούρκους.
Εξερευνώντας τις αποσιωπήσεις
Ψάχνοντας για χαραμάδες που θα επιτρέψουν μια ευκρινέστερη ματιά για όσα συ-
νέβησαν στη Μικρά Ασία στα 1919-22, ο δρόμος με έφερε στα στρατιωτικά αρχεία
της Γαλλίας, στον πύργο της Vincennes στο Παρίσι. Η υπόθεσή μου ήταν ότι οι στρα-
18 ΕΙΣΑΓΩΓΗ
τιωτικοί βρίσκονταν πιο κοντά στα πολεμικά πεδία από τους διπλωμάτες και τους
πολιτικούς, και επομένως ο λόγος τους, πιο ακατέργαστος και αποσπασματικός, με-
ταφέρει πληροφορίες πιο άμεσες και λιγότερο διαμεσολαβημένες. Όχι βέβαια ότι
οι γάλλοι στρατιωτικοί δεν είχαν συμπάθειες και αντιπάθειες. Πρώτα πρώτα προσ-
διορίζονταν από την παιδεία τους, και οι κεμαλικοί μίλαγαν μια συγγενική πολιτι-
κή διάλεκτο που την είχαν μάθει άλλωστε στα γαλλικά σχολεία. «Η διανοητική ελίτ
της Τουρκίας συγκροτεί τη διευθύνουσα τάξη των κεμαλιστών. Είναι της ίδιας γε-
νιάς, ανάμεσα στα 40-50, αποφασισμένοι να φτάσουν ώς το τέλος» (Αναφορά της
30.6.1921). Ύστερα, η κρίση τους εξαρτιόταν από τη φορά που είχαν οι πιθανότη-
τες της έκβασης του πολέμου. Εκείνο όμως το οποίο ξενίζει τον σημερινό αναγνώ-
στη είναι η αδιαφορία των στρατιωτικών παρατηρητών, και όχι μόνο αυτών αλλά
και των διπλωματών και των πολιτικών, για τα θύματα ανάμεσα στον άμαχο πληθυ-
σμό. Η έννοια της ανθρωπιστικής καταστροφής, της παραβίασης των ανθρωπίνων
δικαιωμάτων, σε αντίθεση με τη σημερινή εποχή, ήταν τότε έννοιες εντελώς ξένες.
Για το λόγο αυτόν, σφαγές γυναικόπαιδων, μετακινήσεις πληθυσμών, πυρπολήσεις
χωριών περνούν στα ψιλά των αναφορών, και συχνά με το ερώτημα για τη στρατη-
γική τους σημασία. Όταν λ.χ. ο γάλλος αξιωματικός Claude Farrère αναφέρεται στις
εξηγήσεις του Κεμάλ ότι οι μετακινήσεις πληθυσμών στο εσωτερικό της Ανατολίας
οφείλονταν σε αμυντικούς λόγους επειδή στα μετόπισθεν δρούσαν ένοπλα σώμα-
τα, θεωρεί περιττό να υπολογίσει πόσο κόστισε η στρατηγική αυτή σε ανθρώπινες
ζωές (14.6.1922). Το ίδιο συμβαίνει και όταν αναφέρονται σε βιαιοπραγίες εναντί-
ον μουσουλμάνων αμάχων από τον ελληνικό στρατό. Οι συντάκτες αναρωτιούνται
κυρίως για τη στρατηγική τους σκοπιμότητα. Αντίθετα, εκτενείς αναλύσεις γίνονται
λ.χ. για τις πολιτικές διαφωνίες στο ελληνικό μέτωπο, ή για τον κίνδυνο μιας συμ-
μαχίας των κεμαλικών με τους μπολσεβίκους. Άλλωστε, στην τελική διαμόρφωση
της γαλλικής στάσης βάρυνε όχι τόσο η πολιτική αλλαγή στην Ελλάδα και η επιστρο-
φή των αντιβενιζελικών στις εκλογές του 1920, όσο ο υπολογισμός ότι θα νικούσε
ο Κεμάλ, σε συνδυασμό με το φόβο ότι τη νίκη αυτή θα την πιστώνονταν οι Σοβιετι-
κοί, αν δεν προλάβαιναν να προσεταιριστούν τον νικητή οι Σύμμαχοι.
Εκείνο πάντως που προκύπτει είναι πώς σε αυτά τα τρία χρόνια ο πόλεμος στη
Μικρά Ασία ήταν ένας συνδυασμός πολέμου χαρακωμάτων και εμφυλίου πο-
λέμου των μετόπισθεν. Αυτό συνέβαινε και από τις δύο πλευρές. Οι πληθυσμοί
ήταν εξοπλισμένοι (αναφέρεται στις 27.9.1922 ότι στην Κωνσταντινούπολη και στη
Σμύρνη οι εκκλησίες είχαν γίνει αποθήκες όπλων), εχθρικά αντάρτικα δρούσαν
πίσω από τις γραμμές, και κυρίως οι αντίπαλοι θεωρούνταν όχι αιχμάλωτοι πολέ-
μου, αλλά προδότες Π.χ. όταν προέλαυνε ο τουρκικός στρατός σε περιοχές που
δεν είχαν προλάβει να εκκενωθούν από τους χριστιανούς, συγκέντρωνε τους άν-
δρες, και όσους από αυτούς θεωρούσε ότι συμμετείχαν στις εχθροπραξίες –κατά
τεκμήριο όλους– τους εκτελούσε αμέσως ως συνεργάτες του εισβολέα. Τα επει-
σόδια αυτά είχαν ως αποτέλεσμα αντεκδικήσεις και τη γενικευμένη φυγή των πλη-
θυσμών πριν από την προέλαση των αντιπάλων. Έτσι, η σύγκρουση δεν ήταν μόνο
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 19
ανάμεσα στους στρατούς και στους πληθυσμούς, αλλά και ανάμεσα σε πληθυ-
σμούς, όπως συνέβη, με θύματα τους χριστιανούς, στη Μαγνησία και στην Ανατο-
λική Θράκη (9.9.1921).
Οι ελληνικές βιαιοπραγίες εναντίον του μουσουλμανικού πληθυσμού σημειώ-
νονται στα αρχεία σε τέσσερις περιπτώσεις. Η πρώτη αφορά την απόβαση του ελ-
ληνικού στρατού στη Σμύρνη. Αναφέρεται τριήμερη λεηλασία των τουρκικών κα-
ταστημάτων και έκτροπα εναντίον του μουσουλμανικού πληθυσμού χωρίς ο ελ-
ληνικός στρατός να επέμβει για να αποκαταστήσει την τάξη (αναφορά 1.6.1919). Η
δεύτερη περίπτωση αφορά τους βομβαρδισμούς ανοχύρωτων τουρκικών χωριών
στην Προποντίδα και στον Πόντο από ελληνικές κανονιοφόρους με πολλά θύμα-
τα και καταστροφές σπιτιών (τηλεγρ. 16.4.1921 και 15.6.1921). Η τρίτη περίπτωση
αφορά την περίπτωση της Νικομήδειας/Izmit:
«Η ελληνική φρουρά εκκένωσε την Ιζμίτ τη νύχτα της 27ης/28ης Ιουνίου 1921
αφού επιβίβασε στα πλοία τον ελληνικό πληθυσμό. Οι Έλληνες στρατιώτες πυρπό-
λησαν ένα μέρος της πόλης, έσφαξαν μουσουλμάνους και διέπραξαν πολυάριθμες
υπερβολές» (τηλεγρ. 29.6.1921). Σε άλλη αναφορά: «Οι πυρπολήσεις, οι σφαγές, οι
βιασμοί και οι λεηλασίες στις μουσουλμανικές συνοικίες της Ιζμίτ κράτησαν από τις
24 έως τις 27 Ιουνίου. Τις διέπραξαν Αρμένιοι που τους χρησιμοποίησαν οι Έλληνες
και έλληνες στρατιώτες και ναύτες. Ο λοχαγός Delord είδε με τα μάτια του 64 πτώ-
ματα, οι περισσότεροι ηλικιωμένοι, με τα χέρια δεμένα στην πλάτη, τα αυτιά κομμέ-
να και έχοντας διάφορα ίχνη αγριοτήτων. Παρενέβη με μεγάλο θάρρος, έσωσε 4.000
μουσουλμάνους, που κατέφυγαν σε γαλλικό σχολείο και στην καθολική εκκλησία. Οι
Έλληνες έκαψαν και εβραϊκά σπίτια» (τηλεγρ. 1.7.21).
Πυρπολήθηκαν επίσης και όλα τα μουσουλμανικά χωριά της νότιας ακτής του
κόλπου της Νικομήδειας (τηλεγρ. 2.7.1921). Αναφορικά με τους Εβραίους, σε άλλη
αναφορά σημειώνεται «γενική έξοδος Εβραίων και καθολικών παρά τις διαβεβαι-
ώσεις του τουρκικού στρατού» (18.9.1922).
Η τέταρτη περίπτωση με τις πιο εκτεταμένες καταστροφές αφορά την υποχώ-
ρηση μετά την ήττα στον Σαγγάριο. Σε τηλεγραφήματα από τις 5 έως τις 8 Σεπτεμ-
βρίου αναφέρεται ότι οι μουσουλμανικές συνοικίες των πόλεων Αφιόν Καραχισάρ
και Εσκί Σεχίρ καθώς και μεγάλος αριθμός χωριών πυρπολήθηκαν συστηματικά.
Σε μερικά μέρη, όλοι οι κάτοικοι, συμπεριλαμβανομένων και γυναικών και παι-
διών, πυρπολήθηκαν ζωντανοί μέσα στα τζαμιά. Οι πληροφορίες αυτές, κατά τις
αναφορές, προήλθαν από καθολικούς μισσιονάριους και από εκπροσώπους αμε-
ρικανικών και ευρωπαϊκών ανθρωπιστικών οργανώσεων που δρούσαν στην πε-
ριοχή. Ο επικεφαλής της καθολικής αποστολής μάλιστα έγραψε στην αναφορά του
ότι «εξαιτίας αυτών των φρικαλεοτήτων οι Έλληνες έχασαν κάθε δικαίωμα να μι-
λούν για τουρκικές βαρβαρότητες» (τηλεγρ. 8.9.1922). Η συγκέντρωση γυναικό-
παιδων στα τζαμιά και η πυρπόλησή τους έγινε μείζον θέμα την εποχή εκείνη. Ο
γάλλος στρατιωτικός απεσταλμένος στην Κωνσταντινούπολη έγραψε προς το Πα-
ρίσι στις 8.9.1922: «Οι Έλληνες δίνουν στην πάλη αυτή ένα χαρακτήρα ανεξήγη-
20 ΕΙΣΑΓΩΓΗ
το και δύσκολα θα αποφευχθούν τα αντίποινα», και ζήτησε από την κυβέρνησή
του να παρέμβει στην Αθήνα ώστε να σταματήσουν οι «βλακώδεις και εγκλημα-
τικές αντεκδικήσεις». Ο γάλλος πρόεδρος Πουανκαρέ έστειλε στις 28.9.1922 ένα
τηλεγράφημα στους πρεσβευτές της χώρας του στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες,
στο οποίο έγραφε: «Οι Έλληνες κατέστρεψαν τις πόλεις και τα χωριά της Ανατολί-
ας κατά την αποχώρησή τους. Χρειάζεται να εμποδιστούν ώστε να μην καταστρέ-
ψουν και τις πόλεις της Ανατολικής Θράκης».
Ένας ογκώδης φάκελος με αναφορές και τηλεγραφήματα αφορά την καταστροφή
της Σμύρνης. Ανάμεσα στους πρόσφυγες ήταν γάλλοι πολίτες, παλιοί προστατευόμε-
νοι της Γαλλίας, Γαλλολεβαντίνοι και μισσιονάριοι. Εκείνο όμως το οποίο ενδιέφερε
τις γαλλικές αρχές ήταν να μάθουν ποιοι, γιατί και πώς κατέστρεψαν πολλές εγκα-
ταστάσεις και επιχειρήσεις γαλλικών συμφερόντων και ιδιοκτησίας, όπως τράπεζες,
ασφαλιστικές εταιρείες, σχολεία και καθολικές αποστολές. Σύμφωνα με τις αναφο-
ρές, η πυρκαγιά είχε πολλές εστίες και επομένως θεωρήθηκε σκόπιμος εμπρησμός.
Ποιος όμως έκαψε τη Σμύρνη; Ο ίδιος ο πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας ενδια-
φέρθηκε και ζήτησε να διεξαχθεί έρευνα, γιατί είχε αντιφατικές πληροφορίες (τη-
λεγρ. από το Παρίσι 21.9.1922). Εκείνοι που είχαν φτάσει στην Αθήνα –ανάμεσά τους
γάλλοι πρόσφυγες και κληρικοί– είχαν πει ότι τη Σμύρνη την έκαψαν τούρκοι στρατι-
ώτες και άτακτοι. Αντίθετα από την Κωνσταντινούπολη έφταναν πληροφορίες ότι οι
Τούρκοι δεν είχαν συμφέρον να κάψουν μια άδεια πόλη που θα την είχαν πλέον στη
διάθεσή τους, ότι την πυρπόλησαν φεύγοντας οι Έλληνες, ή ότι τη φωτιά την έβαλαν
ελληνικά και αρμενικά ένοπλα σώματα ως αντιπερισπασμό στην υποχώρησή τους
(τηλεγρ. από την Κωνσταντινούπολη 21.9.1922). Κάποια άλλη πληροφορία έλεγε ότι
την έκαψαν Τούρκοι, γιατί Έλληνες και Αρμένηδες τους πυροβολούσαν μέσα από τα
κτίρια (τηλεγρ. 23.9.1922). Όλες οι εκθέσεις υποστήριζαν ότι βασίζονταν σε πληρο-
φορίες αυτοπτών μαρτύρων. Από τον σχετικό φάκελο δεν προκύπτει ότι οι γάλλοι
στρατιωτικοί κατέληξαν σε κάποιο συμπέρασμα.
Η δομή του βιβλίου
Το βιβλίο παρουσιάζει τον μικρασιατικό κόσμο πριν από την καταστροφή, τη διαδι-
κασία της καταστροφής ιδωμένη κριτικά τόσο από ελληνική και όσο και από τουρ-
κική πλευρά, τους πρόσφυγες στην Ελλάδα και στην Τουρκία, τη συγκρότηση της
μνήμης των προσφύγων. Το πρώτο κεφάλαιο είναι γραμμένο από τον Χάρη Εξερ-
τζόγλου: ιστορικοποιεί τον κόσμο των «χαμένων πατρίδων», δηλαδή των χριστια-
νικών κοινοτήτων της Μικράς Ασίας, της Θράκης και ευρύτερα των περιοχών της
Αυτοκρατορίας. Ποια ήταν τα εθνικά και εθνοτικά κριτήρια με τα οποία συγκροτή-
θηκαν και αναγνωρίστηκαν; Και ήταν τα κριτήρια πάγια και συμπαγή, ανεξάρτητα
από το καθεστώς των μιλλέτ, από τον τρόπο που ήταν οργανωμένες και συναρ-
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 21
θρωμένες οι ίδιες οι κοινότητες, από την πολιτική του ελληνικού κράτους, όπως
συνήθως νομίζουμε; Πώς οι άνθρωποι αυτοί απέκτησαν εθνική συνείδηση, τη συ-
νείδηση ότι είναι Έλληνες; Η Καταστροφή δημιούργησε ένα παραβάν μνήμης, και
η νοσταλγία εξαέρωσε τις εικόνες της εποχής. Το κεφάλαιο αυτό επαναφέρει αυ-
τές τις κοινότητες στο γνωστικό μας πεδίο ως πολιτικές κοινότητες και κοινωνίες
με τις εσωτερικές τους διαστρωματώσεις και διαιρέσεις, ως έναν κόσμο που βρι-
σκόταν σε μια διαδικασία μετάβασης, καθώς στην Αυτοκρατορία εισχωρούσε μια
νέα οικονομία, ένας νέος τρόπος ζωής, καινούργια δίκτυα μεταφοράς και επικοι-
νωνίας, η εγγραμματοσύνη, η χειραφέτηση των γυναικών, νέες ιδέες, καθώς δη-
λαδή μεταμορφώνονταν οι ταυτότητές τους.
Το δεύτερο κεφάλαιο, γραμμένο από τον Δημήτρη Σταματόπουλο, αναφέρεται
στη μικρασιατική εκστρατεία και στην ανθρωπογεωγραφία της Καταστροφής. Μια
προσέγγιση εντελώς διαφορετική από τις συνηθισμένες, η οποία δίνει έμφαση σε
φαινόμενα όπως η δημογραφική έκρηξη των χριστιανικών κοινοτήτων στα τέλη του
19ου αι. και στις αρχές του 20ού, οι μεταναστεύσεις των χριστιανικών πληθυσμών
προς τα μικρασιατικά παράλια και η μεγάλη συσσώρευση ετερογενών πληθυσμια-
κών ομάδων εκεί, καθώς στις ίδιες περιοχές συνωστίζονταν επίσης μουσουλμάνοι
πρόσφυγες από τα Βαλκάνια. Οι κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες ήταν εύκο-
λο να επενδυθούν με θρησκευτική και εθνοτική μισαλλοδοξία στις συνθήκες κλυ-
δωνισμών της Αυτοκρατορίας και του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και να αποτελέσουν
εύφλεκτη ύλη για την επερχόμενη ανάφλεξη. Το εκτεταμένο αυτό κεφάλαιο προσφέ-
ρει μια ρηξικέλευθη ερμηνεία της πολιτικής που οδήγησε στη μικρασιατική εκστρα-
τεία και στην έκβασή της, συνδέοντας την πολιτική, τη δημογραφική και την κοινω-
νική ιστορία. Επιχειρεί μια νέα αφήγηση εκείνων των κρίσιμων χρόνων 1919-1922
και προσφέρει μια πανοραμική εικόνα της εξόδου των χριστιανικών πληθυσμών
της Μικράς Ασίας, παρακολουθώντας τους διωγμούς και το ανθρώπινο ποτάμι που
έφτανε στη θάλασσα από τη μια επαρχία μετά την άλλη.
Το τρίτο κεφάλαιο, γραμμένο από την Ayşe Ozil, αφορά την κριτική της τουρ-
κικής ματιάς στη δραματική αυτή περίοδο. Για την τουρκική ιστοριογραφία που
εμπνεόταν από τις αρχές του κεμαλικού ρεπουμπλικανισμού αυτή ήταν μια επική
περίοδος, μέσα από την οποία γεννήθηκε η πατρίδα, αλλά εκκοσμικεύτηκε επίσης
και εκσυγχρονίστηκε η κοινωνία. Αυτή όμως η ιστορία ήταν κυρίως πολιτική, και
υιοθετούσε τη ματιά των ηγετικών κύκλων. Παραμελούσε τον τρόπο με τον οποίο
σκεπτόταν και δρούσε η κοινωνία, οι αγρότες και οι άνθρωποι των πόλεων. Ωστό-
σο η περίοδος αυτή ήταν επίσης εκείνη στην οποία δόθηκε και κερδίστηκε η μάχη
για να αποκτήσουν οι πληθυσμοί εθνική συνείδηση, για να γίνουν οι Μουσουλ-
μάνοι Τούρκοι, για να οργανωθεί τακτικός στρατός, για να αλλάξουν, με δυο λό-
για, η κοινωνίες και οι νοοτροπίες. Ήταν μια περίοδος, με αφετηρία τις παραμονές
των Βαλκανικών πολέμων, βαθιάς διαφοροποίησης της κοινωνίας σε φίλους και
εχθρούς. Τελικά διαβάζοντας το κεφάλαιο αυτό καταλαβαίνει κανείς ότι το τραύμα
της απώλειας και της μετάβασης ήταν παρόν και στους πληθυσμούς που έμειναν
22 ΕΙΣΑΓΩΓΗ
στη Μικρασία, ένα τραύμα άλλωστε που αναβιώνει τώρα με την άνοδο του πολιτι-
κού Ισλάμ, με μια μορφή ρεβάνς των ηττημένων από τον κεμαλισμό.
Το τέταρτο κεφάλαιο αφορά την εγκατάσταση των προσφύγων στην Ελλάδα
και γράφτηκε από τον Κώστα Κατσάπη. Tο κεφάλαιο αυτό προσφέρει μια συστη-
ματική περιγραφή της διαδικασίας και των προβλημάτων της εγκατάστασης των
προσφύγων στην Ελλάδα από την πρώτη στιγμή της αποβίβασής τους στα ελληνι-
κά λιμάνια. Αναφέρεται στα άμεσα προβλήματα δημόσιας υγείας, στην επίταξη σπι-
τιών και δημόσιων χώρων για τη στέγαση των νεοφερμένων, στην ανάπτυξη πο-
λιτικών προγραμμάτων αγροτικής εγκατάστασης, στην προσφυγή στην Κοινωνία
των Εθνών και στη δημιουργία της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων, στη
δέσμευση και στην απόδοση στους πρόσφυγες γεωργικών γαιών. Στο ζήτημα της
σχέσης των προσφύγων με την εκβιομηχάνιση του Μεσοπολέμου ανακεφαλαιώ-
νονται οι ως τώρα συζητήσεις και δίνεται ιδιαίτερη έμφαση σε εκείνο το κομμάτι
του πληθυσμού που βιοποριζόταν στο περιθώριο των μεγάλων σχηματισμών, σε
αυτό που εκφεύγει από τις καταγραφές και τις στατιστικές. Ιδιαίτερη έμφαση δίνε-
ται στις πολιτισμικές συγκρούσεις μεταξύ ντόπιων και προσφύγων και στη δημι-
ουργία ταυτοτήτων και στερεοτύπων. Παρά την ποικιλομορφία και τη διαφορετι-
κότητα του προσφυγικού πληθυσμού, δημιουργήθηκε με επιμονή μια προσφυγι-
κή ταυτότητα και μνήμη.
Το πέμπτο κεφάλαιο, γραμμένο από την Αθανασία-Μαρίνα Τσέτλακα, αφορά
τους πρόσφυγες που τράβηξαν προς την αντίθετη κατεύθυνση, τους ελληνόφω-
νους μουσουλμάνους: Τουρκοκρητικοί, Τουρκογιαννιώτες της Ηπείρου, αλβανό-
φωνοι και οι σλαβόφωνοι μουσουλμάνοι, βλαχόφωνοι Καρατζοβαλήδες της Μα-
κεδονίας και άλλες ομάδες. Και αυτοί αναγκάστηκαν να αλλάξουν ταυτότητα περ-
νώντας τα σύνορα. Το κεφάλαιο αυτό επισημαίνει τη βαθιά ειρωνεία της ιστορίας
που υπήρξε στις ανταλλαγές αυτές: Ενώ βασική επιδίωξη των κεμαλιστών ήταν η
οικοδόμηση ενός κοσμικού-δημοκρατικού έθνους-κράτους, οι ανταλλαγές πλη-
θυσμών έγιναν με κριτήριο τη θρησκεία, η οποία όμως, όταν έφτασαν οι πρόσφυ-
γες στην Τουρκία, απωθήθηκε. Ο Μπεκτασισμός μάλιστα, στον οποίο ανήκαν οι
περισσότεροι πρόσφυγες, τέθηκε υπό απαγόρευση. Η ιδεολογική πίεση της νεο-
σύστατης Δημοκρατίας κατέστησε δυσκολότερη την έκφραση του πόνου και της
τραυματικής εμπειρίας του ξεριζωμού τους. Σε αντίθεση με τους πρόσφυγες που
κατέφυγαν στην Ελλάδα, η μνήμη των προσφύγων που κατέφυγαν στην Τουρκία
τέθηκε σε αναστολή, και μόλις τα τελευταία χρόνια ανακτάται, και η ιστορία τους
κυριολεκτικά ξεθάβεται. Ωστόσο, παρά τα ιδεολογικά επιστρώματα κάτι φαίνεται
πως υπάρχει ακόμη μένει στις συλλογικές συμπεριφορές που διαφοροποιεί αυ-
τούς τους πληθυσμούς ανάμεσα στους τωρινούς τους συμπατριώτες.
Τέλος, το επιλογικό κεφάλαιο, γραμμένο από τον Χάρη Εξερτζόγλου, αφορά τις
μορφές και τη διαδικασία μέσα από τις οποίες διαμορφώθηκε η μνήμη των προ-
σφύγων στον δημόσιο χώρο. Αναφέρεται στις πρώτες πρώτες προσπάθειες κατα-
γραφής μαρτυριών και συλλογής λαογραφικού υλικού κατά τη δεκαετία του ’30,
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 23
στην ίδρυση του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών το 1948, στη δημιουργία προ-
σφυγικών εφημερίδων και περιοδικών που ενοποίησαν την προσφυγική μνήμη,
στο ρόλο των προσφυγικών σωματείων για την αναβίωσή της, και επεκτείνεται
έως τη συμβολική αναδόμηση του προσφυγικού χώρου, μέσα από τις ονοματο-
θεσίες οικισμών, δήμων, δρόμων και πλατειών. Τέλος, παρακολουθεί και αναλύει
την πορεία θεσμοθέτησης και πολιτικοποίησης της προσφυγικής μνήμης από την
πολιτεία και την Εκκλησία, την τοποθετεί στα ιστορικά και πολιτικά της συμφραζό-
μενα και αναλύει τα σημαινόμενά της.
Υ.Γ.
Στις αρχές του 2011 έγινε ένα συνέδριο από νέους ιστορικούς, στο οποίο ένα από τα
κεντρικά θέματα ήταν οι πρόσφυγες. Έξω από την αίθουσα ετοίμαζαν τον καφέ και
τα αναψυκτικά νέοι πρόσφυγες, από αυτούς που έφτασαν και συνεχίζουν να κατα-
φτάνουν καθημερινά στην Ελλάδα από τη δεκαετία του ’90: το δεύτερο μεγάλο κύμα
προσφυγιάς μέσα σ’ έναν αιώνα. Οι πρόσφυγες ως αντικείμενο του συνεδρίου ου-
δέποτε συναντήθηκαν με τους πρόσφυγες στον προθάλαμο του συνεδρίου. Έχω την
αίσθηση ότι ακόμη μελετούμε το φαινόμενο των προσφύγων μέσα στο πλαίσιο της
εθνικής μας ιστορίας, όχι ως μέρος των αναγκαστικών μετοικεσιών που χαρακτηρί-
ζουν τη νεότερη ιστορία. Κι όμως, οι συγκριτικές πλευρές των φαινομένων θα προ-
βληματοποιούσαν και θα σχετικοποιούσαν ορισμένα από τα συμπεράσματά μας. Η
εγκατάσταση των προσφύγων, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Τουρκία, δεν θα είχε
ακολουθήσει την ίδια πορεία αν δεν την καταλάβαιναν ως εθνικό καθήκον, αν δεν
είχε συλληφθεί στο πλαίσιο της εθνικής ιδεολογίας. Ούτε επίσης η μνήμη των προ-
σφύγων, των χαμένων πατρίδων και της προσφυγιάς θα μπορούσε να ενοποιηθεί
και να πάρει τη μορφή συνεκτικού αφηγήματος χωρίς την προοπτική οι πρόσφυγες
να γίνουν πολίτες του νέου κράτους στο οποίο κατέφυγαν. Υποστηρίζουμε συχνά ότι
η μνήμη είναι προϋπόθεση της ιδιότητας του πολίτη. Αλλά κυρίως ισχύει το αντίθε-
το: χωρίς προοπτική ενσωμάτωσης, η μνήμη παραμένει και αυτή σε εκκρεμότητα,
εξόριστη. Στον προθάλαμο των ιστορικών συνεδρίων.8
8. A. Liakos – E. Salvanou, «Citizenship, Memory and Governmentality. A Tale of
Two Migrant Communities», στο Ann Katherine Isaacs (επιμ.), Citizenship and Identities.
Inclusion, Exclusion, Participation, Pisa 2010, σ. 155-172.
συνέντευξη του Σπυρου Ι. Ασδραχα
στους Βαγγέλη Καραμανωλάκη και  Στρατή Μπουρνάζο
* Στις σημερινές συνθήκες της κρίσης αλλάζουν πολλά, ανάμεσά τους και τα εργαλεία με τα οποία σκεφτόμαστε το παρελθόν. Στο πλαίσιο αυτό, θεωρείτε ότι ανασηματοδοτείται η σχέση μας με το παρελθόν, και ιδιαίτερα με κρίσιμες στιγμές όπως η Επανάσταση του 1821;
* Θα έλεγα ότι βρισκόμαστε μπροστά σε ένα σύνηθες ιστοριογραφικό δίλημμα, της αναλογίας και της επανάληψης. Σε ποιο βαθμό αναλογίες που προκύπτουν από διαφορετικές ή εν μέρει ανόμοιες δομές μπορούν να τροφοδοτήσουν τις κατανοήσεις των σημερινών φαινομένων, όπως η καπιταλιστική κρίση; Προσωπικά, θεωρώ ότι μας χρειάζονται και, με τους κατάλληλους όρους, μπορούν να συνεισφέρουν στον εμπλουτισμό των αναλυτικών εργαλείων μας.
Όπως έγραφε ο Σβορώνος σε εκείνο το επίδικο άρθρο του για την εθνογένεση, για να γνωρίσεις τις διαδοχικές συνειδητοποιήσεις ενός λαού, πρέπει να γνωρίσεις την ιστορία του. Το πρώτο που πρέπει να κάνουμε είναι να δούμε τι ακριβώς ήταν αυτό το Εικοσιένα. Καθώς πριν από το 1821 υπάρχουν μια σειρά επαναστατικών κινητοποιήσεων στον ελλαδικό χώρο, τίθεται το γνωστό ζήτημα αν η Επανάσταση του Εικοσιένα είχε το ίδιο περιεχόμενο, λ.χ., με το 1770. Θα έλεγα ότι η επισφαλής λύση προβλημάτων ορίζεται εν πολλοίς από την κακή τοποθέτησή τους. Και θεωρώ κακή τοποθέτηση του προβλήματος να ρωτάμε αν το 1770 είχε τους χαρακτήρες της Επανάστασης του 1821. Είναι σαν να λέμε ότι ο νόμος της βαρύτητας υπήρχε από την εποχή που πέφτουν τα μήλα από τη μηλιά, σαν να λέμε ότι ο προάγγελος του νόμου της βαρύτητας, που διατύπωσε ο Νεύτωνας, ήταν η παλινωδία του Πλάτωνος στον Φαίδρο: οι ψυχές που αιωρούνται, και οι βαριές ψυχές που πέφτουν.
Ένα ιστορικό φαινόμενο δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως επανάσταση, αν δεν συγκεντρώνει ορισμένα χαρακτηριστικά· στη συγκεκριμένη περίπτωση, είναι η μετάβαση από την έννοια του γένους (που έχει τη ρίζα του στις οικουμενικότητες της εποχής και των προηγούμενων εποχών, φτάνοντας μέχρι τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και τους ελληνιστικούς χρόνους) στην έννοια του έθνους. Μέσα στη φαινομενική συνέχεια υπάρχουν ουσιώδεις ασυνέχειες. Το 1821 είναι η ανασηματοδότηση των προηγούμενων επαναστατικών κινημάτων και η μεταμόρφωσή τους, δηλαδή η προσαρμογή τους στους όρους της εποχής. Ας μην ξεχνάμε ότι είναι μια εποχή επαναστάσεων και σε άλλα μέρη, όπως στη Λατινική Αμερική.

* Αν προχωρήσουμε στο ζήτημα των συνεχειών, αλλά μετά το 1821, μπορούμε να πούμε ότι η Επανάσταση του 1821 είναι ένα είδος αντιστασιακής μήτρας, καθώς πολλές φορές, και ιδίως σε στιγμές κρίσιμες, όπως στα χρόνια της Κατοχής, γίνεται επίκληση σε αυτήν;
Θα μιλούσα με τους όρους του Φίλιππου Ηλιού για τη «χρήση της Ιστορίας». Ο Φίλιππος προσανατολιζόταν περισσότερο στη χρήση της ιστοριογραφίας, δηλαδή της ιστορικής ερμηνείας. Στο ζήτημά μας υπάρχει ένα θέμα «αναμορφώσεων» -- όπως σε έναν πίνακα ο οποίος, ανάλογα με την οπτική γωνία που τον βλέπεις, έχει διαφορετική μορφή. Ανακρατιέται όμως κάτι: η έννοια της μη συμβίωσης με την κατακτητική κοινωνία. Και έτσι, στα χρόνια της Αντίστασης, έχουμε και τη φράση «Το Εικοσιένα ξαναζεί με το λαό μαζί». Βεβαίως ξαναζεί το Εικοσιένα, επειδή υπάρχει η σύγκρουση ανάμεσα σε κατακτημένους και κατακτητές, με τη διαφορά όμως ότι τα αιτούμενα του Εικοσιένα δεν εγγράφονται στα αιτούμενα της κοινωνίας η οποία έχει προκύψει από τη Βιομηχανική Επανάσταση.

* Aς επιμείνουμε λίγο στο ζήτημα των συνεχειών και των ασυνεχειών, της σχέσης της Επανάστασης με προηγούμενα επαναστατικά κινήματα.
* Οι κατακτημένοι δεν ανέχτηκαν ποτέ την κατάκτηση. Αυτό γενικεύτηκε και εκφράστηκε μέσα από τις, κατά Δημαρά, συλλογικές συνειδήσεις. Προχείρως θα αναφερόμουν στην αντίληψη που είχε διαμορφώσει ο Μακρυγιάννης, ο άνθρωπος της παράδοσης, σχετικά με την κατάκτηση. Αυτό φαίνεται καθαρότερα όχι τόσο στο απομνημόνευμα, αλλά στις εικόνες των αδελφών Ζωγράφου. Ο Μακρυγιάννης τους βάζει αρχικά να απεικονίσουν τον σουλτάνο να λέει στον κλήρο: --Δεν παραδοθήκατε, αλλά κατακτηθήκατε, γι' αυτό σας βάζω στον ζυγό. Εν συνεχεία, εμφανίζονται οι κλέφτες που βγαίνουν στα βουνά και μετά ο Ρήγας, το αγαθό παιδί της πατρίδας, που σπέρνει τον σπόρο της Ελευθερίας. Είναι μια από τις πιο χαρακτηριστικές, ηγετικές θα έλεγα εκδηλώσεις αυτής της αντίληψης της συνεχούς αντίστασης, για την οποία ο Νίκος Σβορώνος θέλησε να μας δώσει ένα αναλυτικό εργαλείο με την παρεξηγημένη φράση του για τον αντιστασιακό χαρακτήρα της ελληνικής ιστορίας -- αλλά αυτό είναι μια ξεχωριστή συζήτηση.
Το 1821 διαφέρει από τα προηγούμενα κινήματα, αλλά έχει και ομοιότητες. Οι ομοιότητες είναι ότι όλες αυτές οι προσπάθειες για την απελευθέρωση προϋπέθεταν μια εδαφικότητα. Αυτή την εδαφικότητα ο Ρήγας την επεξέτεινε σε όλη την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το Πολίτευμα είναι ένα επαναστατικό κείμενο, το οποίο αμέσως εθνικοποιήθηκε. Αν διαβάσουμε παράλληλα τον Πατριωτικό Ύμνο και το Πολίτευμα, βλέπουμε αμέσως τη μεταβολή. Το ένα είναι η αδύνατη επανάσταση που θα μετέτρεπε τη σουλτανική οικουμενικότητα σε δημοκρατική οικουμενικότητα. Το δεύτερο σκέλος, παρεπόμενο, είναι η εθνικοποίηση, στο πλαίσιο πλέον του ελλαδικού χώρου, ενωτικό στοιχείο του οποίου ήταν η παιδεία, με μια γλώσσα --την ελληνική-- που συνέχιζε να έχει οικουμενικές αξιώσεις σε όλη τη διάρκεια της οθωμανικής κατάκτησης, με μια αναφορά στην ελληνικότητα. Ποια είναι όμως η ελληνικότητα του Ρήγα; Η σύγχρονη ελληνικότητα ή η αρχαιότητα; Θεωρώ ότι είναι η αρχαιότητα· η Ελληνική Νομαρχία ή η ελληνική πολιτεία του Ρήγα δεν είναι παρά μια αναφορά στην ανασηματοδοτημένη, με θετικό τρόπο, από τη Γαλλική Επανάσταση, αρχαιότητα.
Τα πράγματα είναι ανόμοια, αλλά υπάρχει ένα νήμα που τα συνδέει. Εν ολίγοις, το 1821 είναι μια επανάσταση εθνική. Βρισκόμαστε στην εποχή της αρχής των εθνοτήτων. Είναι, ταυτόχρονα, μια επανάσταση δημοκρατική, η εκβολή της Γαλλικής Επανάστασης στους Ναπολεόντειους Πολέμους.
Ένα βασικό ζήτημα: ποιες είναι οι δεκτικότητες. Για να εμπεδωθεί η κατάκτηση, οι κατακτημένοι πρέπει να διαθέτουν δομές. Αλλιώς, δεν μπορεί να επιβληθεί. Δομές εκκλησιαστικές και κοινοτικές, συλλογικότητες δηλαδή οι οποίες δεν είναι όμοιες· η εκκλησιαστική συλλογικότητα περιέχει στοιχεία που δεν τα περιέχει η κοινοτική: στοιχεία οικουμενικά και έναν υπερτοπισμό, τον οποίο δεν τον περιέχει η κοινοτική. Αλλά αυτές οι επιμέρους συλλογικότητες ήταν έτοιμες να δεχτούν καταστατικούς χάρτες, οι οποίοι είναι πραγματικά συντάγματα. Εννοώ τα πρώτα Συντάγματα της Επανάστασης.

* Μέσα στον χρόνο όμως δεν έχουμε μεταβολές;
* Μεταβάλλονται οι νοοτροπίες, αλλά μένουν σταθερές οι οικονομικές δομές -- εκεί δεν γίνεται καμία μετατροπή. Σταθερές μένουν και οι μορφές εξουσίας, ανασηματοδοτημένες όμως με την Επανάσταση, επειδή δόθηκε γενικότερος ρόλος στις υπάρχουσες κοινωνικές αυθεντίες, είτε αυτές ήταν προυχοντικές είτε στρατιωτικές.
Τα καινούργια στρώματα προκύπτουν μέσα από τον Αγώνα. Οι αλλαγές και οι ρήξεις συνίστανται στο ότι διαμορφώνονται τα στρώματα εκείνα που έχουν εξουσία διά του Αγώνος· έχουμε τους πολιτικούς και τους στρατιωτικούς. Η μεγάλη ρήξη γίνεται στην Πελοπόννησο, η οποία, μη έχοντας την πολεμική παράδοση της χερσαίας Ελλάδας, δημιουργεί τους στρατιωτικούς, το ισχυρότερο σώμα, καθώς αυτό πρωταγωνιστεί στον πόλεμο. Αυτά τα καινούργια συλλογικά σώματα --χρησιμοποιώ πάλι τον όρο «συλλογικότητες», επειδή ο όρος «ταξικότητες» δεν είναι επιχειρησιακός εδώ-- είχαν κοινωνικό πρόγραμμα; Ο Πιπινέλης, τον οποίο αξίζει να θυμόμαστε παρά την πολιτική του τοποθέτηση, γράφει ότι τα λαϊκά συμφέροντα συνδέονται με τα συμφέροντα των στρατιωτικών. Οι στρατιωτικοί ήθελαν οικονομική βάση, και η οικονομική βάση της εποχής ήταν η γη, είτε ως καλλιεργήσιμος είτε ως οικοδομήσιμος χώρος. Για ποιους ζητάει αναδασμό της γης ο Μακρυγιάννης; Για τους στρατιωτικούς. Γι' αυτούς που, αν έμεναν χωρίς οικονομική βάση, μετά τη δημιουργία του κράτους θα γίνονταν ληστές -- το ιταλικό παράδειγμα μας δίνει χαρακτηριστικές αναλογίες. Τα σώματα αυτά αποκτούν μια ιδεολογία και μια πολιτική πρακτική.

* Έχει διαμορφωθεί η εικόνα --μια εικόνα που ενισχύθηκε και με την περσινή τηλεοπτική σειρά του ΣΚΑΪ-- των πολιτικών ως «φιλεοευρωπαϊστών» και «εκσυγχρονιστών», σε αντίθεση με τους πιο «πρωτόγονους» στρατιωτικούς. Πώς τη σχολιάζετε;
* Υπάρχει η εντύπωση ότι επικρατούσε πλήρης διχοτομία ανάμεσα στους λεγόμενους «στρατιωτικούς» και τους λεγόμενους «πολιτικούς». Η υιοθέτηση αυτής της διχοτομίας μπορεί να βοηθά ορισμένα ερμηνευτικά σχήματα, να προσφέρει κάποια δήθεν σαφή περιγράμματα κ.ο.κ., ωστόσο δεν αντιστοιχεί στην πραγματικότητα. Οι στρατιωτικοί, αγράμματοι ή ημιεγγράμματοι, σεβόμενοι τους γραμματισμένους που ταυτόχρονα τους θεωρούν υποδεέστερους, μετέχουν, με τον τρόπο τους, στο γενικό πρόβλημα. Μετέχουν μέσα από τη διάχυση των ιδεών, τις μορφές εκπολιτισμού, που διαδίδονται με την Επανάσταση. Και, παράλληλα, αποκτούν τις ίδιες οικονομικές βάσεις με τους προύχοντες. Ας διαβάσουμε τις σελίδες που αφιερώνει ο Κασομούλης στον Στουρνάρη: ο ομόλογός του προύχοντας δεν τον αποκαλούσε «καπετάν», αλλά «κυρ», επειδή οι κύριοι είχαν την οικονομική βάση, όπως ο Στουρνάρης, ο οποίος απέκτησε μεγάλη ιδιοκτησία και κοπάδια. Το ίδιο συνέβη με τον Βαρνακιώτη. Αυτή η κοινή οικονομική βάση μπορούσε να οδηγήσει σε κοινές οικονομικές συμπεριφορές με το προυχοντικό οικονομικό στρώμα, το οποίο τελικά έγινε ταξικό. Την ταξικότητα αυτή την εκφράζει με τον χαρακτηριστικότερο τρόπο ο Κανέλλος Δεληγιάννης στα απομνημονεύματά του.
Υπήρχε αυτή η σύγκλιση, πράγμα που υποδεικνύει και τo consensus, τη γενική συναίνεση, η οποία αποτελούνταν από επιμέρους συναινέσεις. Βέβαια, υπάρχουν διαφορετικοί προσανατολισμοί: προς την ομόδοξη Ρωσία, προς τη Γαλλία και τη Βρετανία -- ας σημειώσουμε εδώ το παράδοξο των ρωσόφιλων, που θεωρούν ότι πρέπει να γίνουν πλέον αγγλόφιλοι, επειδή η Αγγλία είναι η πλέον προοδευμένη και συγχρόνως ισχυρή δύναμη. Ο Φωτάκος τα δείχνει αυτά πολύ ωραία.
Δεν είναι ενιαία τα πράγματα, είναι ένα πολύπλεγμα. Και είναι ένα πολύπλεγμα, επειδή μια εθνική επανάσταση ενέχει την ταξική διάσταση, αλλά δεν είναι ταξική επανάσταση. Η ταξικότητα ενέχεται, διότι έχουν συγκροτηθεί οι συλλογικότητες εκείνες οι οποίες γίνονται τάξεις, όχι καθ' εαυτές πλέον, αλλά δι' εαυτές, μέσω του πολιτικού, μέσω του ερωτήματος πώς θα ασκήσουν την εξουσία.

* Επιστρέφοντας στο σήμερα, από όπου και ξεκινήσαμε, θα σας θέσουμε ξανά το ερώτημα της επικαιροποίησης του 1821.
* H επικαιροποίηση του 1821 έχει μία και μόνη σοβαρή διάσταση, η οποία αποκλείει τις εξυμνήσεις των ηρώων και των ηρωικών πράξεων. Και αυτή είναι η εθνικοποίηση της ταξικότητας. Σήμερα βρισκόμαστε μπροστά σε ένα διηνεκές και υπερκείμενο φαινόμενο, της επίκλησης των εθνικών αξιών, επίκληση η οποία συνοδεύεται από πράξεις ή υποταγές, καταναγκασμούς που οδηγούν στην κατάλυση της εθνικής ανεξαρτησίας. Και ας δούμε, στο κεφάλαιο αυτό, για ποιες αιτίες περάσαμε από τις στρατιωτικές κατοχές στις οικονομικές κατοχές.
Τι σημαίνει εθνικοποίηση του ταξικού λοιπόν; Σήμερα, και όχι μόνο στη χώρα μας, βρισκόμαστε μπροστά σε μια διεύρυνση των υποτελών τάξεων. Παλιότερα μιλάγαμε για τους «ασπρογιακάδες», οι οποίοι ενσωματώνονταν στο προλεταριάτο. Σήμερα έχουμε κατάργηση της μικροαστικής και της μεσαίας αστικής τάξης, η οποία αποτελούσε το συστατικό στοιχείο της όλης εθνικής συνοχής. Δεν γίνονται προλετάριοι· γίνονται, απλούστατα, φτωχοί. Φτάνουμε σε μορφές της γενικής αποπτώχευσης, τις οποίες έχει γνωρίσει και άλλοτε η Ιστορία. Επόμενο είναι η διευρυμένη αυτή υποτελής τάξη να γίνεται υποκείμενο πολιτικής και συνάμα κοινωνικής στρατηγικής.
Λέγεται πως οι δρόμοι είναι δύο, ο διεθνικός και ο εθνικός. Νομίζω ότι οι δύο αυτοί δρόμοι συμπίπτουν εν πολλοίς. Η ιστορία των επαναστάσεων δείχνει ότι έχουν μια εδαφικότητα που συμπίπτει με το υπάρχον ή δυνάμει έθνος. Δεν αντίκειται το γενικό στο ειδικό φαινόμενο. Συνεπώς, σήμερα μια αντι-εθνική (και δεν εννοώ αντιεθνικιστική) ρητορεία είναι επιβλαβής γι' αυτό το διαφοροποιητικό εργαλείο που είναι η εθνικοποίηση της ταξικότητας.
Τι σημαίνει εθνικοποίηση; Σημαίνει ότι το σύνολο των αξιών που αποτελούσαν τη γενική συναίνεση τώρα επιμερίζεται και η μεγάλη πλειοψηφία, η πλειοψηφία που έχει μπει στη διαδικασία της αποπτώχευσης, θα μπορούσε να ανασηματοδοτήσει την έννοια της ταξικότητας. Σε ποιον θα ανήκε δυνατολογικώς ο ρόλος αυτός; Σε αυτό που αποκαλούμε Αριστερά.
Ας δεχτούμε τον χαρακτηρισμό που προέρχεται από αντιαριστερές εστίες: μιλάνε για τη «μαρξιστική Αριστερά». Ας είμαστε πιο μετριοπαθείς, ας μιλήσουμε για μια μαρξικογενή Αριστερά, η οποία κατάφερε να γίνει εθνική Αριστερά, και η οποία εκφράστηκε με το ΕΑΜ. Έχει σημασία ότι το είπαν ΕΑΜ, Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο, και όχι ΛΑΜ, Λαϊκό Απελευθερωτικό Μέτωπο. Λαϊκό χαρακτήρισαν τον στρατό, δηλαδή την αιχμή του δόρατος. Και αυτός ο λαϊκός στρατός δεν ήταν ταξικός αλλά πατριωτικός στρατός.
Επιτρέψτε μου εδώ μια παρέκβαση. Δεν συμφωνώ ότι ο αγώνας ήταν αντιφασιστικός. Ο πόλεμος στην Αλβανία ήταν πατριωτικός. Ο πόλεμος γίνεται αντιφασιστικός στη διάρκεια της Αντίστασης, όταν η Αντίσταση --μιλάω για την αριστερή Αντίσταση, και ένα μέρος της δεξιάς, όπως ο Πυρομάγλου-- ενέχει κοινωνικά αιτούμενα. Ούτε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος σε όλη του διάρκεια ήταν αντιφασιστικός. Ήταν βέβαια ένας πόλεμος εναντίον των επιτιθέμενων δυνάμεων, που ήταν οι φασιστικές και οι ναζιστικές, αλλά από ένα σημείο και ύστερα σταμάτησε να είναι αντιναζιστικός -- από τη στιγμή που προδιαγραφόταν η τελική νίκη.

* Τελειώνοντας, πώς πιστεύετε λοιπόν ότι μπορεί να χρησιμεύσει σήμερα η ιστορική αναλογία;
Αν εκκρεμεί μια αξιοδότηση της ιστορικής αναλογίας --και με αυτό θα ήθελα να τελειώσω--, της ανάκλησης του παρελθόντος, αυτή θα πρέπει να απαντήσει στο τρέχον, κυρίαρχο φαινόμενο της αποπτώχευσης. Παλιότερα (μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1980), γινόταν λόγος για τις κοινωνίες των 2/3: τα 2/3 ήταν οι εύποροι, το 1/3 οι φτωχοί, και η αναλογία αυτή ίσχυε για τις υπανάπτυκτες και τις υπό ανάπτυξη χώρες. Σήμερα έχουμε μια αντιστροφή: μπορούμε να μιλήσουμε πάλι για κοινωνίες των 2/3, με τη διαφορά ότι τα 2/3 είναι οι φτωχοί, αυτοί που βρίσκονται στη βάση της κοινωνικής πυραμίδας -- και αυτό ισχύει και για τις ανεπτυγμένες χώρες. Η ανάπτυξη οδήγησε στην υπανάπτυξη.
Αυτά τα βαριά προβλήματα δεν λύνονται βεβαίως από τους λογιστές που παριστάνουν τους οικονομολόγους και λένε, λ.χ., να μείνουμε οι άνθρωποι χωρίς δουλειά, να απολύσουμε 150.000 υπαλλήλους, να κουτσουρέψουμε τους μισθούς, να μην ελέγχουμε την κίνηση των τιμών. Και, για να μην ξεχνάμε τις διαφωτιστικές πλευρές της Επανάστασης του Εικοσιένα, υπάρχει σήμερα το θέμα της ανασηματοδότησης του φωτισμού των ανθρώπων, το πρόβλημα της ανάδυσης και ανάδειξης συνειδήσεων, πράγμα που σημαίνει αποφενακισμό και δημιουργία μιας κοινωνικής ηθικής αντίστοιχης με τα σύγχρονα προβλήματα.

ΠΗΓΗ: εφημ. ΑΥΓΗ, 24-3-2012